γράμματα στην Οφέλια


Οφελίνια

Μου άρεσε πολύ η καρδιά που ήταν σχεδιασμένη στο γράμμα σας, και στ'αλήθεια δεν βλέπω γιατί η φωτογραφία ενός κακοποιού,ακόμη κι αν αυτός είναι ο δίδυμος αδελφός που δεν έχω,αποτελεί λόγο για ευχαριστίες.Λοιπόν,ένας μεθυσμένος ίσκιος έχει θέση στις αναμνήσεις σας?
Στην εξορία μου,που είμαι εγώ ο ίδιος,το γράμμα σας έφτασε σαν μια χαρά από το σπίτι μακριά,κι αυτός που πρέπει να ευχαριστεί είμαι εγώ,μικρούλα.
Με την ευκαιρία αυτή σας ζητάω συγνώμη για τρία πράγματα που είναι ένα και το ίδιο πράγμα,και για τα οποία,δεν ευθύνομαι.Τρεις φορές σας συνάντησα και δεν σας χαιρέτησα,γιατί ή δεν σας είδα καλά,ή,μάλλον,εγκαίρως.Τη μια φορά,πάει πολύς καιρός,ήταν στη Ρούα,στο Όουρο και ήταν νύχτα.Η Οφελίνια ήταν μ'έναν νεαρό που υπέθεσα πως ήταν ο μνηστήρας της ή ο αγαπημένος της,αλλά στ'αλήθεια δεν ξέρω αν ήταν έτσι ακριβώς.
Οι άλλες δύο φορές είναι πρόσφατες,ήμαστε κι οι δύο στο τραμ με κατεύθυνση την Εστρέλα.Τη μια από τις δύο φορές σας είδα με τη γωνία του ματιού,αλλά οι δυστυχείς που φορούν γυαλιά έχουν τη γωνία του ματιού,ανεπαρκή.
Κάτι άλλο...Τίποτα,όχι τίποτα,στόμα γλυκό...

Φερνάντο,11/9/1929


Μικρούλα

Μου άρεσε πολύ αυτό το γράμμα σας, αλλά μου άρεσε ακόμη περισσότερο αυτό που ήρθε πριν από το γράμμα,δηλαδή εσείς η ίδια. Πάντως,το ταξίδι μεταξύ Ροσίο και Εστρέλα,που δεν συνηθίζει να είναι υπερατλαντικού κάλλους,ήταν χθες,δυο φορές ευχάριστο,εκτός από το τέλος της δεύτερης φοράς,γιατί,για χτες,τελείωσε εκεί.Αν αντί για υπερατλαντικό ήταν υπέρβιο(περίεργη και ανεξήγητη έκφραση!)θα ήταν προτιμότερο,έως και το προτιμότερο όλων.Αυτό ακριβώς με ρωτάτε και σε αυτό απαντάω.
Δεν ξέρω να γράφω μακροσκελή γράμματα.Γράφω τόσο πολύ από υποχρέωση και από κατάρα,που μου προκαλεί φρίκη να γράψω για κάποιον χρήσιμο ή ευχάριστο σκοπό.
Προτιμώ να μιλώ,γιατί για να μιλάς είναι απαραίτητο να είναι κανείς παρών-να είναι παρόντες και οι δύο,εκτός από την απαίσια περίπτωση του τηλεφώνου όπου υπάρχουν φωνές χωρίς πρόσωπα.
Αν κάποια μέρα,χάρη σ'ένα από κείνα τα λάθη που είναι πάντα ευχάριστο να διαπράττει κανείς εσκεμμένα,συναντιόμασταν και παίρναμε κατά λάθος το τραμ του Λουμιάρ ή του Πόσο ντο Μπίσπο(35 λεπτά),η τυχαία αυτή συνάντησή μας θα διαρκούσε περισσότερο καιρό.
Την Κυριακή,δηλαδή αύριο,θα σας τηλεφωνήσω,αλλά δε νομίζω πως θα περάσω από την Πλατεία του δραματουργού.Δεν είναι γιατί δεν μπορώ,αλλά δεν το βρίσκω αστείο,σε σαράντα ένα μέτρα απόσταση(από τη γωνία της Αβενίδα μέχρι το παράθυρο του σπιτιού σας):Ελπίζω να σας δω και να σας μιλήσω.Κι αν σας τηλεφωνούσα ακόμη σήμερα?Ίσως σας τηλεφωνήσω.
Τέλος.Ιδού δυο σελίδες αγγαρεία.Αλλά κερδίσατε πάλι...Η αγγαρεία είναι δική σας,αλλά η λύπη μένει μαζί μου.
Τα λόγια αυτά είναι ενός ατόμου που εκτός απ'το ότι είναι ο Πεσσόα*[sic]ονομάζεται πρώτα απ'όλα

Φερνάντο 14/9/1929

*Λογοπαίγνιο με το επώνυμο του Pessoa και τη λέξη pessoa,που σημαίνει πρόσωπο.


Φερνάντο Πεσσόα



"Ο εραστής,η μέλισσα κι ένα μικρούλι αχ" του Γιάννη Φιλιππίδη


Τον Γιάννη Φιλιππίδη τον συνάντησα πρώτη φορά στο διαδίκτυο. Εντελώς τυχαία σε μια περιήγησή μου,βρέθηκα στο blog του, πριν είκοσι μήνες,περίπου. Έκτοτε,διαβάζω καθημερινά έως σήμερα, τα πεζά κείμενα επίκαιρης θεματολογίας και αιχμηρά ευαίσθητου ύφους που δημοσιεύει στην ιστοσελίδα του και τα απολαμβάνω. Λίγο αργότερα διαπιστώνω, ότι πρόκειται για ταλαντούχο συγγραφέα με σπάνια ευαισθησία στην ψυχική,αισθητική και κοινωνικά προβληματισμένη, προσέγγιση των θεμάτων που επιλέγει να παρουσιάσει. Η γραφή του είναι κλασική που σημαίνει διαχρονική. Λόγος πιστός, στέρεος, χωρίς φιοριτούρες. Προφορικός και διαλογικός. Με τον Γιάννη στη συνέχεια γνωρίστηκα βαθύτερα, προσωπικά ,και η σχέση μας έγινε αγαπημένη και φιλική. Είναι απείρως ευαίσθητος,ώριμος, ηθικός,προβληματισμένος, αισιόδοξος,βαθιά ανθρώπινος.Διαρκώς σκέφτεται το γνησιότερο και το καλύτερο. Έχει πάθος και μεράκι ασυμβίβαστο με ό,τι καταπιάνεται.Τον απασχολούν τα τραύματα της σημερινής ζωής, τα βάσανα των καθημερινών ανθρώπων, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η σύγχρονη κοινωνία. Τα διερευνά σε βάθος και με αγωνία εξαίσια.Και σε καμία περίπτωση, επιδερμικά. Αναζήτησα κείμενά του, κι έτσι διάβασα το πρώτο του μυθιστόρημα « Η μυρωδιά σου στα σεντόνια μου»,που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Άγκυρα, το 2006.Μυθιστόρημα που καταδεικνύει με τρόπο εξόχως συγκινητικό τη Γυναίκα τη «συναισθηματικά σοφή από πάντα,με σκηνικό μια πατρίδα που χρόνο με το χρόνο αλλάζει δραματικά,διεκδικεί τις στιγμές της,αποφασίζοντας να ζήσει,να κερδίσει τα χρόνια,όλα τα χρόνια της», όπως χαρακτηριστικά διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο.

Κατόπιν, στο τελευταίο του μυθιστόρημα, «Ο εραστής, η μέλισσα κι ένα μικρούλι αχ», από τις ίδιες εκδόσεις, Άγκυρα/2008, το οποίο διανύει με μεγάλη επιτυχία, ήδη, τη δεύτερη έκδοση. Και ετοιμάζεται για την τρίτη. Ένας κόσμος ξεπηδά σαν απείθαρχη φλόγα από τις σελίδες αυτού του ζωντανού μυθιστορήματος. Παλιός κι ωστόσο καινούριος, συμπαγής αλλά και δυναμικά θρυμματισμένος, χρωματισμένος με αυθεντικά και ανεξίτηλα χρώματα.Αγάπη, ελπίδα, πίστη στο αύριο, αισιοδοξία,ανιδιοτέλεια. Ήθος και αξιοπρέπεια, αναλλοίωτες αξίες της ζωής. Όλα δοσμένα με βάθος ψυχαναλυτικό. Τα δύο φύλα αναλυμένα στα πάθη,τα λάθη τους,στις αγωνίες, στα αδιέξοδα, στους κινδύνους, στις συγκρούσεις. Σε μια πορεία χρόνου, από την εφηβεία ως την Τρίτη ηλικία. Οι σελίδες διαπνέονται –εξίσου-από την αγωνιστικότητα της διεκδίκησης για να κερθηθεί η ζωή. Ο συγγραφέας διαλέγεται μυστικά με όλους τους ήρωές του. Κανέναν δε βάζει στην άκρη. Κανέναν δεν υποτιμά. Ο Γιάννης δεν επαναπαύεται. Συνεχώς διερευνά την ψυχή του ανθρώπου της διπλανής πόρτας. Ρισκάρει, ζυγιάζεται,απορεί, αγωνιά, συγκινείται και μας συγκινεί. Αντιστέκεται, ισορροπεί, παρά τα υστερόβουλα –συχνά-σχόλια και τις επιθετικές κριτικές που έχει δεχτεί.Τολμά να συγκρίνεται, ν’απορρίπτει και να απορρίπτεται, να προτείνει καινούριες ιδέες και πράξεις,δίχως να φοβάται. Το ένιωσα αυτό περισσότερο, διαβάζοντας το τελευταίο βιβλίο του. Οξυδέρκεια,χωρίς δήθεν, αυθεντικότητα. Δροσιά αείφορης νεότητας που καταθέλγει τον αναγνώστη,εξαιρώντας διά παντός τα στερεότυπα.Με επιχειρηματολογία και αισθητική. Εξοργίζεται, ασφυκτιά,δεν ανέχεται το ψεύτικο,έχει πηγαία τρυφερό χιούμορ.Είναι ασυναγώνιστος στις ανατροπές. Δεν απογοητεύεται από την "ασχήμια της επικαιρότητας".Αντίθετα, την παλεύει με τον τρόπο του,από το δρόμο του, της σκέψης,της αγωνίας του και της «αφής» του, που είναι αποκαλυπτικός σ’αυτό το βιβλίο,γιατί εν τέλει το «αχ»,αυτός ο βαθύς στεναγμός, προδίδεται από την αισιοδοξία και τη χαρά της έκβασης.Ο αναγνώστης γίνεται κοινωνός αυτής της μέθης και του οξυγόνου της. Ο αναγνώστης,σε κάθε περίπτωση,είναι ο κερδισμένος.


Όπως μου είπε,ο Γιάννης,γράφει κιόλας το τρίτο του βιβλίο.
Γιάννη,αγαπημένε και γλυκέ μου φίλε, εύχομαι από καρδιάς, την τύχη την ηλιόλουστη και την αγάπη για τη Ζωή!Το ρόδι έσπασε κι από μέσα του αναδύονται αστέρια που φωσφορίζουν και φωτίζουν νύχτες που μας απέλπισαν κάποτε με τη σκοτεινιά τους. Για μένα θα είσαι πάντα "το ακριβό αηδόνι" στο μοναχικό κλαδί,που θα τραγουδά, με τη βαθιά πίστη στο καλύτερο αύριο,στον βαθύτερο Άνθρωπο.


Με την δεδηλωμένα
παντοτινή αγάπη μου.
Φαίδρα.

Ακολουθεί απόσπασμα από την παρουσίαση-της οποίας είχα τη χαρά και την τιμή να επιμεληθώ- του βιβλίου του Γιάννη Φιλιππίδη: «Ο εραστής,η μέλισσα κι ένα μικρούλι αχ».

«Ο κόσμος των ηρώων του, επιτέλλει, από την εσωτερική αναπαράσταση των συμβόλων του. Ανοίγουν οι ψυχές και από μέσα φαίνεται πια, το κρυμμένο τους φως. Φως, που αν και πληγώθηκε από τη μοναξιά, την εξορία, την εξωτερική και εσωτερική, τους ανεκπλήρωτους έρωτες και το βασανιστικό ανικανοποίητο, παραμένει ολόλαμπρο, ολόδροσο, για να καταγγείλει την κοινωνική απομόνωση και να επαναφέρει τη ζεστασιά και τη θέρμη της βαθιάς ανθρώπινης επικοινωνίας, της επαφής, της συμπαράστασης στα βάσανα του πλησίον και να επέμβει ενεργά στη ζωή προκειμένου να την αποκαταστήσει ως αλήθεια, δράση αλλά κυρίως πράξη και αυτό είναι το συγκινητικό.[...]
Οι ηλικιωμένες γυναίκες αποφαίνονται σοφά: «βγες από τη φωλιά που έφτιαξες για τον εαυτό σου κι ύστερα μπήκες μέσα και κλειδώθηκες. Δεν πας πουθενά κλειδωμένη κι ο άνθρωπος γεννήθηκε να προχωράει, δε στεριώνει σε κλουβιά, πνίγεται σαν τ’αηδόνια. Κι εσύ είσαι αηδόνι ακριβό.»
Νεαρές γυναίκες, που ο συγγραφέας τολμά να τις σύρει ως την απελπισία. Την ερωτική- κυρίως- αλλά πάντα με την αισιόδοξη ελπίδα για την τύχη που αργεί αλλά έρχεται ,να υποφώσκει στα πρόσωπά τους. Μέσω της νεαρής Έλλης διαβάζουμε: «είσαι όμορφος σαν παράλογη φαντασίωση και λιώνω σαν το κερί όταν σε βλέπω, είσαι όμορφος σαν ανώνυμος θεός, αλλά άμα θέλεις να’μαι δική σου,αν θέλεις να σου αφιερωθώ πρέπει να τρέχεις πίσω μου…». Και η Λουκία: «μια γυναίκα που επιτέλους ξύπναγε το φύλο μέσα της.[…]Λες κι είχε γίνει απότομα περισσότερο έξυπνη,σαν να’μαθε ξαφνικά να πετά πάνω στα βήματά της, ξύπνησε κείνο το πρωί και με μια χαλαρή ανατριχίλα, πέταξε από πάνω της τα παραπανίσια χρόνια και τη μοναχική μιζέρια της, έσβησε τις ημερομηνίες, έγινε η ηλικία της γυναίκας που είναι έτοιμη να ερωτευτεί, του ανθρώπου που είναι έτοιμος να τα δώσει και να τα ζητήσει όλα, του ανθρώπου που είναι αποφασισμένος να ζήσει.[...]

Λίγο πιο πίσω, απαντώνται οι ανδρικές φιγούρες. Ενδεχόμενοι της νοηματοδότησης και παραπληρωματικοί. Ο Νεμπόισα, ο Σωτήρης, ο Τάσος, ο Λευτέρης. Ήρωες, λιγότερο φωτισμένοι αλλά με τη σημασία τους στην εξέλιξη της πλοκής, στην πρόοδο, στην έκβασή της. Άνδρες που αγαπούν αληθινά. Άνδρες που πιστεύουν στη γυναίκα, και την εμπιστεύονται προκειμένου να τους οδηγήσει με τη στίλβη του «εφηβικού» της μυαλού, ώστε ν’αντιμετωπίσουν δυναμικότερα τη ζωή.Να μην ενδώσουν στην παθητικότητα.
Άγρια τρυφεροί και τρυφερά άγριοι. Με ολόσωμη και ολόψυχη προσφορά.
Άνδρες ποτισμένοι μ’εκείνες τις παλιές αξίες που είχαμε στο μυαλό μας. Με υποβλητική αποτελεσματικότητα.[...]

Κάτι που εντυπωσιάζει σ’αυτό το βιβλίο, είναι η πίστη στο θεσμό της οικογένειας. Άκαμπτος και άρρηκτος ακόμα κι αν είναι περιορισμένος σε πλάνο διπλανό, ακολουθεί τη διαδρομή των ηρώων.[...]

Τελικά, η Αγάπη που δεν συμβιβάζεται, δεν αποδυναμώνεται παρά τις βασάνους, τα εμπόδια που υψώνονται,τις αντιξοότητες. Αυτή προχωρεί και ανεμίζει.Σημαία. Στην αγάπη,είναι πασίδηλο,πιστεύει ο συγγραφέας.Σ’αυτήν ελπίζει,εισέρχεται,επενδύει.Για να την καταδείξει όχι θεωρητικά αλλά με πράξεις.


Η αγάπη είναι ο κινητήριος μοχλός των όλων του σύμπαντος, εμψύχων και αψύχων, ορατών και αοράτων, για την αλήθεια και τη ζωή. Η αγάπη είναι η κόψη που πάνω της ακονίζονται τα πιο τολμηρά όνειρα και οράματα ζωής.[...]

Καμιά έκβαση δεν είναι προδιαγεγραμμένη.
Έριδες, εφηβεία, οι αγάπες των κοριτσιών, πίστη στο θεό, δραματικά απρόοπτα, εκπλήξεις, αναδρομές, χιούμορ. Επιβράδυνση στα κατάλληλα σημεία. Κορύφωση ακόμα πιο καίρια, τοποθετημένη με τέχνη, σε κρίσιμα σημεία. Ακόμα και στα «άβατα».Θεός, πίστη στα άστρα και στην προφητεία των μελλούμενων. Δημιουργημένα και αποδοσμένα όλα με μια αφοπλιστική ειλικρίνεια και αθωότητα, από τον συγγραφέα που εξαιρεί τη μεθοδολογία, την τεχνική άνυδρης περιγραφής και και γράφει με την καρδιά και την ψυχή. Με το βλέμμα στραμμένο και προσηλωμένο στο μεδούλι των εμψύχων.[...]
Αναμετράται το ήθος με τις βαριές και δύσκολες καταστάσεις και βγαίνει κερδισμένο. Η βιοπάλη και ο έρωτας. Άμεσες επικλήσεις στη θεότητα για παροχή βοήθειας. Ναι, ζητούν το θεό οι άνθρωποι. Ζητούν από το θεό. Προσεύχονται. Την εσώτερη θεότητα, που τους παράσχει την πίστη για να ξεπεράσουν δεινά και συμφορές και να προχωρήσουν στο όραμα και στο στόχο. Η ευτυχία μπορεί να κρέμεται από μια κλωστή. Αυτή την κλωστή όμως, ο συγγραφέας την κάνει νήμα γερό, την κάνει ηνίο στα χέρια των ηρώων. Γιατί πιστεύει ότι την αξίζουν και πράγματι την αξίζουν. Γι’αυτό στο τέλος, αξιώνονται το δικαίωμα.[...]

Ανακεφαλαιώνοντας και συνοψίζοντας, στο μυθιστόρημα αυτό καταδεικνύεται η απλότητα των ανθρώπων, το σπίτι, το νοικοκυριό,οι σχέσεις έρωτα,αγάπης και στοργής. Και τα παράγωγα της οδύνης τους συγχρόνως με τα παράγωγα της ευδαιμονίας. Η επίλυση των διαφορών δίνεται με τρόπο έξοχο, με χιούμορ και βαθιά επαφή. Αποκλειστικά κριτήρια τα ιδεώδη.Ταυτόχρονα και η ειμαρμένη, το γραφτό μας, που φτιάχνει μεν χίμαιρες,οι οποίες αργότερα καταρρίπτονται,αφού στο προσκήνιο εν τέλει,η αυλαία ανοίγει για να παίξει η Ζωή τον πιο κραταιό της ρόλο.[...]

Υπερβολικές προκλήσεις για να καταδείξουν για μια ακόμη φορά, αυτό το σφρίγος. Την ωριμότητα, τη συνείδηση, το βίωμα της πικρής ζωής. Την παρακμή, αναμοχλεύοντας τα τωρινά και τα περασμένα. Χρόνια ζωής δύσκολα και πικρά, αφημένα σε γωνιές αιχμηρές του μυαλού, για ν’ανακληθούν ήμερα και ήρεμα όταν καταλαγιάζουν τα ένστικτα και τα πάθη. Για ν’αναδυθούν σε μια τοπογραφία γειτονιάς-συνοικίας, μια νέα πατρίδα, φερμένη από την επαρχία. Όπου οι νεραντζιές μυρίζουν ακόμα, τα λουλούδια υπάρχουν στα μπαλκόνια κι ευωδιάζουν τρυφερότητα ξεχασμένη. Άνθρωποι μιας άλλης αισθητικής, μιας άλλης γλώσσας, αυθεντικής. Μια εγγύτητα ανέλπιστη που ψηλαφεί τη διαύγεια στην ψυχή, την ενάργεια στο σώμα και στο μυαλό. Περιστατικά που γίνονται εναύσματα για την ενδοσκόπησή μας. Για ν’αποδείξει ο καθένας μας-στον εαυτό του- ότι μπορεί να ζει χωρίς σκιές και φαντάσματα. Χωρίς να δαιμονοποιεί ,αφού μπορεί ν’αντιδράσει στα μηχανικά και στα προφανή συντελεσμένα, με ορμή, με ψυχικό σθένος, με υπερηφάνεια και αξιοπρέπεια.
Επιτυγχάνεται αυτή η αντίθεση με τη σύγχρονη θλίψη, ενώ στις καρδιές των ηρώων εξυφαίνονται πάθη ερωτικά, αγωνίες για τη ζωή και την ευκαιρία που έχει ο άνθρωπος ν’αναδειχτεί ως Άνθρωπος,μέσα σ’ένα τόσο αντιφατικό περιβάλλον. Και το κέρδος είναι: Ότι παραμένει Άνθρωπος.[...]


Ήρωες οικείοι,που τους νιώθεις κοντά σου και λυπάσαι ως την άρνηση,να τους αποχωριστείς καθώς το βιβλίο φτάνει στις τελευταίες σελίδες του.Γιατί άνοιξαν μικρά ή μεγαλύτερα λευκά φτερά για να σε προφυλάξουν από τα αδηφάγα βλέμματα,από την ασχήμια των τοπίων και των «τεράτων» και να σε κρατήσουν σε μια αγκαλιά άδολη,όλο θέρμη. Γιατί υπερασπίζονται με πάθος την ανθρωπιά τους-κάθε λεπτό-σαν παιδική ηλικία. Αγιασμένοι ψίθυροι,μιας άλλης ζωής που αχνοφέγγει κάτω από το κουρασμένο δράμα της αλλά και παρηγορεί προσφέροντας ακραιφνή παραμυθία, με την αυτοθυσία και το υψηλό ήθος.Είναι η ζωή εκείνη, με τη φυσική συστολή, που ερυθριά και υποφώσκει κάτω από καλές ρυτίδες.[...]

Ο συγγραφέας με ηθική αγωγή. Με όραμα για επιστροφή στην «αθωότητα, την παλιά μας ταυτότητα». Με γενναιοδωρία και περίσσευμα ψυχής πλάθει τους χαρακτήρες του, δυνατούς και γενναίους παρά τα ναρκοθετημένα πεδία της σύγχρονης εποχής. Πληγωμένους αλλά με μια παιδεία αλλιώτικη που μπορεί ν’αντεπεξέλθει στις κακοτοπιές και στα μικροαστικά εμπόδια. Μ’αυτήν την επίγνωση προχωρεί, ενδεχομένως για να μας πείσει πως άλυτα προβλήματα δεν υπάρχουν ,όταν θέλουμε, όταν πιστεύουμε σ’εμάς και στην αλήθεια. Και αυτή ακριβώς η επίγνωση συγκινεί.
Η μνήμη του συγγραφέα συγκινεί, καίρια και καθάρια, όταν δίνει πανέμορφα και εικαστικά, εικόνες σε μια διάσταση ζωής που έχουν ανάσα ακόμα και τα άψυχα-όπως το φλιτζάνι του καφέ. Εκεί που η χρήση τους σταματά να είναι υλική και γίνεται συναισθηματική. Η δεξιότητα του συγγραφέα συγκινεί, με τον αυθορμητισμό της, τίποτα επιτηδευμένο, συντηρώντας την εικόνα, τη μνήμη, αλλά περισσότερο την αξία της γειτονιάς, την αρχή της επικοινωνίας. Ο συγγραφέας απαλλαγμένος από την εγωιστική χρήση του μονολόγου, αφήνει τα ηνία στους ήρωές του, και συμπεριφέρεται ταπεινά, έξω από το πλάνο, ενεχόμενος με μια εν δυνάμει εμπλοκή σε κάθε πρόσωπο που επιλέγει εμμέσως να αναλύσει. Ανασυγκροτεί ένα σύμπαν παλιό και του αποδίδει όλες τις ιδιότητες των χρωμάτων, εξιλαστήριες και θεραπευτικές. Όσων μας κάνουν να ξανανιώσουμε άνθρωποι, με ελαττώματα, αδυναμίες, πάθη, πόθους, λάθη, δειλίες, αλλά και γενναιότητα, ψυχή, καρδιά και συναίσθημα.
Ο αναγνώστης καλείται μόνο να έχει την ελάχιστη ικανότητα για να κατανοήσει ικανοποιητικά τη σημασία των συμβόλων.

Ένα βιβλίο βίωμα και μάθημα ζωής και ανθρωπιάς.»


περί των αφηγήσεων εν γένει


Τις γραφές τους να τρέμεις τις άπατες κι όλο
πατήματα-

βιγλατόρων που γέρνουν στην ξύλινη γέφυρα,
κι από πέρα φωτιές κι ενορίες σφαγμένες, ή
φωνές ναυαγίων κι εκρήξεις,αρπαγές γυναικών
και το πλιάτσικο της κεντρικής αγοράς όπου
ξέσπασε πυρκαγιά μεσημέρι, και βουνά που
χαράζονται, όπως γκρεμίζει πανάρχαιο ικρίωμα
ή κλαψούρισμα ζώου που βρέθηκε νύχτα
στο ρέμα να'χει έξαφνα δύο κεφάλια-


Με φωνές στρατευμάτων σε ώρα επίθεσης,
μουγκρητά κι ανάθεμα,με βαθιές βασκανίες
και ξόρκια,με γητειές,μαγγανείες,

να φυλάγεσαι,λέω,τους αυτόχειρες που έγραφαν.

Τζένη Μαστοράκη
Ιστορίες για τα Βαθιά
εκδ.Κέδρος 1986





το δάσος των ψευδαισθήσεων

Τον θαύμαζα από μικρή χωρίς να τον ζηλεύω.Έβλεπα από τότε να γίνονται ολόκληρες ιστορίες αυτά ακριβώς που δεν λέγαμε,και που δεν ήταν απαραίτητο να έχουν σχέση μόνο μ'εμένα και μ'εκείνον και τίποτ'άλλο.Νοιώθω μια πίκρα,αλλά και κάτι απ'τη σιωπή μας να με σαγηνεύει παράξενα.Νομίζω πως,κατά βάθος,ξέρουμε καλά τι σκεφτόμαστε ο ένας για τον άλλον,και γενικά για τα πράγματα που μας δένουν ή μας χωρίζουν.Είναι από τις σπάνιες κι ενδιαφέρουσες περιπτώσεις που δύο άνθρωποι φέρονται σαν εντελώς διαφορετικοί,μα φέρουν έναν ομοούσιο πυρήνα,μια μυστική πάλη,ένα σημείο μοναξιάς,αποφασισμένοι να τον διαφυλάξουν,ακόμα κι αν αυτό σημαίνει να μην το συζητήσουν ούτε μεταξύ τους ποτέ,να μην το θίξουν καν,κάτι που ίσως συμβάλλει στην αυτάρκεια,αφήνει όμως διψασμένη την ανθρώπινη καρδιά.
Τα χρώματά μου τον απέλπιζαν-τα ίδια χρώματα που θαύμαζε στα πουλιά ή στα λουλούδια,στην ανατολή και στη δύση του ηλίου.Παρ'όλα αυτά,αυτός είναι που μου έκανε την ωραιότερη φιλοφρόνηση.
"Ντύσου σαν γυναίκα",μου είπε μια μέρα,πριν λίγα χρόνια.
Έπεσα απ'τα σύννεφα.Οπωσδήποτε δεν ντυνόμουν σαν άντρας,ούτε πάλι με κραυγαλέα θηλυκότητα.Είχα ένα ονειρικό προηγούμενο με τα ρούχα,όπως και με τις λέξεις,με τα πράγματα,με την ζωή.
"Γιατί,πώς ντύνομαι;"τον ρώτησα αγαθά.
"Σαν μυθιστόρημα",μου είπε-και με ξανάστειλε στα σύννεφα.



απόσπασμα από το
Στην Ερημιά με Χάρι
Ζυράννα Ζατέλη
εκδ.Καστανιώτη





το τραίνο των 9:10


Είν' η ώρα που περνά
το τραίνο των 9:10
σ' ένα βαγόνι μια γυναίκα
προς το παράθυρο γυρνάει



Θαμπό το τζάμι απ' τα χνώτα
και βιαστικά το καθαρίζει
καθώς η μηχανή σφυρίζει
και χαμηλώνουνε τα φώτα


Και βλέπει μέσα στο σκοτάδι
ένα σπιτάκι φωτισμένο
και της μορφής της το μαγνάδι



Το σπίτι τρέχει ή το τραίνο
ή μήπως έτρεχε το βράδυ
προς το δικό της πεπρωμένο



Μιχάλης Γκανάς




War Requiem


Kι όμως είσαι μακριά.Πολύ επάνω.Μέσα σε ομίχλη πρωινού βυθισμένος.
Σε βορινό τοπίο σχεδιασμένος.Δεξιά από το πρόσωπό του.Σε μια προοπτική
πνιγμένος πάνω από τα μαλλιά του.
Και είσαι μόνος,απέραντα μόνος πίσω από το τζάμι του ηχολήπτη.
Σε αίθουσες σάουντ προυφ αποκλεισμένος.Σε ιταλικά τοπωνύμια ονειρώξεων
αποκλεισμένος.
Μόνος με λευκά επιστολόχαρτα σ'αεροδρόμια,σε σταθμούς αποκλεισμένος.
Στα παράθυρα με Ελβιέλα παπούτσια κλεισμένος.
Κονιάκ και παξιμάδι μνημόσυνο μιας Κυριακής που πέρασε μέσα από τον
ήλιο.
Και είσαι ωραίος
Σαν τύψη βραδιάς ωραίος γιατί δε μιλάς,δεν αρρωσταίνεις,δε φωνάζεις ή
δεν σ'ακούνε.
Μέσα στον ύπνο σου ταξιδεύεις δίχως διαβατήριο.Το δεξί σου χέρι σε λευκές
γάζες.
Γιατρούς δεν ξέρεις.Σχολεία δεν ξέρεις.Διευθύνσεις δεν κρατάς.
Αυτοκίνητα σε παρασύρουν σε αγρούς,σε στοές.Δεν μπορείς να κατέβεις.
Το ταξίδι σαν να μην έγινε.Οι πολιτείες σαν να μη βυθίστηκαν σε σκότος.
Κατεβαίνεις.
Μοιάζεις αρχή που τελειώνει.
Δίσκος που αρχίζει σε πικάπ.
Του φωνάζεις,δε σ'ακούει.Βυθίζεσαι μέσα σου.
Τα κάτω άκρα σου ανύπαρκτα.
Μια προέκταση του σώματός του.Τα κάτω άκρα σου.
Το όρος Αιγάλεω,σινεμά που βυθίστηκε χωρίς προοπτική.
Φεύγει.
Don't play with me.

[...]

22 μέρες μετά

Άσε Κλαίρη,το πριόνι στο τραπέζι
Άσε Κλαίρη,το πριόνι στο τραπέζι
Πίσω από το τζάμι δεν υπάρχει ηχολήπτης
Και είσαι μια πέστροφα που δεν πιάστηκε ακόμα
Να ταξιδεύει αντίθετα στου ποταμού το ρεύμα
Και είσαι μια πέστροφα που δεν χάθηκε ακόμα
Να ταξιδεύει αντίθετα στου δρόμου το ρεύμα


Άσε Κλαίρη,τα καρφιά στο πάτωμα
Άσε Κλαίρη,τα καρφιά στο πάτωμα
Πίσω από το Φούτζι δεν υπάρχει ένας σου φίλος
Και είσαι μια θλίψη,μια σιωπή,μια εορτή στις βάρκες
όταν σου είπε να φορέσεις ένα φιλέ,ένα μαντίλι από
κουφέτα
γιατί αυτός ο άνεμος θα ήταν ένας φωτογράφος.


Η Κλαίρη βρίσκει τη φίλη της από τη Χιροσίμα και βγαίνουν με βάρκα κλεμμένη μακριά από την παραλία.Στο βάθος το όρος Φούτζι.Κινέζικο σχέδιο της σιωπής.Η Ιταλία βυθίζεται μέσα τους.Σαν αντικατοπτρισμός βυθίζεται.Σαν εραστές που τελείωσαν.Πομπηία.Βυθίζεται.Δεν πρέπει να έχουμε τύψεις.Η βάρκα αυτή δεν ήταν ποτέ δική μας.Άσε το τρανζίστορ στο νεροχύτη.Το ψωμί που τρώμε το πληρώνουμε.Πρόσεξε το όρος Φούτζι δίχως προοπτική θηλασμού μας φωτογραφίζει.
Δίχως ανάγκη αεροθεραπείας στη Βυτίνα μας φωτογραφίζει.Δίχως δέντρα.Δίχως χιόνια.Μας φωτογραφίζει.Να μου γράφεις.Να μου γράφεις.
Τα επαγγέλματα που εξασκήσαμε.Τα επαγγέλματα που σκίσαμε.
Αίσχος.Αίσχος.Έξω.
Η κυβέρνησις ελέγχει ακόμα την κατάσταση.
Να μου γράφεις.Ισχύει η παλιά μου διεύθυνση.



Γιώργος Χρονάς
-απόσπασμα-


Tρίτη Ανάμνηση


...πίσω απ’ τη βεντάλια με τα χρυσά φτερά...
G. A. B.

Τα βαλς τ’ ουρανού
δεν είχαν ακόμα αρραβωνιάσει
το γιασεμί και το χιόνι
δεν είχαν οι άνεμοι συλλογιστεί

την πιθανή μουσική των μαλλιών σου
ούτε κι ο βασιλιάς είχε προστάξει

να ενταφιαστεί σ’ ένα βιβλίο η βιολέτα
Όχι
Ήταν ο καιρός που ταξίδευε το χελιδόνι
χωρίς τα αρχικά μας στο ράμφος του
Που οι καμπανέλες και
οι κλιματίδες μαραίνονταν
δίχως εξώστες κι άστρα
για να καρφωθούν
Ήταν εκείνος ο καιρός
που δεν υπήρχε ένα άνθος
για να γείρει το κεφάλι του

στον ώμο ενός πουλιού

Και τότε

πίσω απ’ τη βεντάλια σου
το πρώτο μας φεγγάρι



Ραφαέλ Αλμπέρτι
από το Τρεις Αναμνήσεις απ'τον Ουρανό
μτφρ: Τάκης Σινόπουλος



on the verge


Είμαι σαν τον Κερτ Κομπέιν
Βρώμικη
Γεμάτη ψείρες
Σ'ένα άδειο σπίτι
Γεμάτο στολίδια
Από περασμένες γιορτές
Γυρνάω ζαλισμένη
Κάνω εμετό
Μουρμουρίζω τραγούδια

Που δεν έχουν ακόμα γραφτεί


Οι αντζέντηδες δεν τηλεφωνούν
Μα κι εγώ δεν απαντάω
Στο χέρι μου το βραχιόλι του μαιευτηρίου
Η καραμπίνα
Δυο ξένοι στο κρεβάτι μου

Είμαι άρρωστη
Με σκέψη καθαρή
Δεν ξέρω πώς γίνεται
Δεν ξέρω τίποτα

Το συνειδητοποιώ

Άλλη μια μέρα
Σαν ελάφι περνά
Γρήγορα καλπάζοντας
Με κέρατα
Που σκίζουν στον αέρα κάθε προσδοκία

Μαύρη γυαλισμένη μπότα η νύχτα
Μας λιώνει με το βρώμικο πέλμα της
Καθώς τυχαία πατά
Από πάνω μας

Οι εγκληματίες

Κανείς τους δεν ήξερε
Πόσο μας περίμεναν

Έχω κάτι τεράστιες σκέψεις
Που δεν χωράει κανένα μυαλό

Με λένε τρελό
Ο πόνος
Μια άδεια λεωφόρος



Υστερόγραφο: Θηρίο


Ωραία τα κυνηγόσκυλα.
Συμφωνώ.


Οι μύες,η χάρη
Το ύψος,το τρίχωμα
Τα δόντια,τα πέλματα
Η επιτάχυνση,η ευστοχία
Το λαχάνιασμα,η αρπαγή
Το δάγκωμα,η μεταφορά
Το ξεκοκάλισμα,το γλείψιμο
Ο καλπασμός,η επιστροφή


Ωραία τα κυνηγόσκυλα.
Αρκεί να μην κυνηγούν εσένα...


Πέννυ Μηλιά




Παρίσι


Η κουρτίνα λευκή στις δίπλες,
αυτή κάνει δυο βήματα και γυρνάει,
η κουρτίνα ακίνητη,το φως
τρεκλίζει στα μάτια της.

Χρυσές είναι οι λάμπες.
Το απόγευμα ακουμπά,αθόρυβα.
Αυτή χορεύει στη ζωή μου.
Η λευκή μέρα καίγεται.


ΟΙ ΕΓΓΑΣΤΡΙΜΥΘΟΙ

Στέλνω τη φωνή μου στο στόμα σου
τη φιλοφροσύνη εσύ επιστρέφεις

Είμαι ο κόμης του Cannizzaro
εσύ είσαι η Αυτού Υψηλότης η πριγκίπισσα Augusta

Είμαι η αλυσίδα η θαυματουργική
εσύ κρατάς τα κιάλια της όπερας και τα χαρτιά

Γίνεσαι τραγούδι αυτοσχέδιο
είμαι ο δάσκαλός σου

Εσύ'σαι ο σπόρος μου ο αόρατος
είμαι ο Τιμούρ ο Τάταρος

Εσύ'σαι το περίεργο κόλπο μου
εγώ ο μαγεμένος σου caddy*

Eγώ είμαι ο κούκλος σου που σ'αναστατώνει
εσύ είσαι η κούκλα μου η αναστατωμένη.

*caddy:ο βοηθός του παίκτη γκολφ

(κουβαλάει τα μπαστούνια,τις μπάλες κ.α.)

Harold Pinter
ποιήματα 1948-2004
μτφρ:Νίνος Φενέκ Μικελίδης
εκδ.Κέδρος 2005



Η Ποιητική της Ανασκαφής

Περσεφόνη

Την προσοχή μου απέσπασε για μια στιγμή ένας παράξενος ήχος στον τοίχο του διπλανού δωματίου,που τον γνώριζα πιά πέτρα πέτρα μελετώντας τον από τα προηγούμενα χρόνια.Σαν να σπαρταρούσαν οι πέτρες.Ο αλλόκοτος θόρυβος δεν σταματούσε.Αντίθετα,δυνάμωνε.Και ξαφνικά,μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων μας,ξεπήδησε απ'τον τοίχο ένα πουλί,που πέταξε ευθύς και χάθηκε.Έσπευσα σ'αυτό το σημείο του τοίχου και ανακάλυψα ένα κενό ανάμεσα στις πέτρες και σε λίγο τη ζεστή ακόμη φωλιά του πουλιού.Λίγο αργότερα αποδείχτηκε πως ήταν ένα κενό στον τοίχο από την εποχή της κατασκευής του,μέσα στο οποίο βρέθηκε το ειδώλιο ενός ζώου,κάτι σαν εικονοστάσι.Αυτόν ακριβώς το χώρο διάλεξε το πουλί για να φωλιάσει.
Δεν χρειάζεται να περιγράψω την αντίδραση του Χατζιδάκι με το ποιητικότατο εύρημα της φωλιάς.Με το γνωστό του ύφος δήλωσε απερίφραστα πως είχε απατηθεί,είχε άλλη ιδέα για τους αρχαιολογικούς χώρους,τις ανασκαφές και τους αρχαιολόγους.Δεν τον αδίκησα.Ποιος ξέρει ποια αρχαιόπληκτη ψυχρότητα τον καταδίωκε μέχρι να τύχει να ζωντανέψουν μπροστά στα μάτια του τα αρχαία ερείπια,να ξεπηδήσει ένα πουλί από έναν τοίχο.Μήπως κι εγώ δεν συγκαταλεγόμουν σ'αυτό το αναίσθητο σώμα?Αφού σε λίγο κατέγραφα με ακραίες,ψυχρότατες λεπτομέρειες τις διαστάσεις του ανοίγματος,την υφή του χρώματος και καθετί σχετικό με το ειδώλιο,σημειώνοντας,σαν σε παρένθεση και με δύο λόγια,τη φωλιά του πουλιού,αυτού του πετούμενου που γεφύρωσε το χρόνο φυσικά κι έντεχνα σαν ποίημα?
Οι σκέψεις που διατυπώνω για την ποιητική πλευρά της ανασκαφής,όσο και αν εκφράζονται από έναν ανασκαφέα με πολύχρονη πείρα,χρειάζονται την επικύρωση από έναν ποιητή.Οι ποιητές όμως δεν μιλούν.Καμιά φορά γράφουν ποιήματα και για αρχαιολογικά ευρήματα-ο Παλαμάς για μια επιτύμβια στήλη του Κεραμεικού,ο Σεφέρης για ένα πήλινο κεφάλι ειδωλίου,τον γνωστό "βασιλιά της Ασίνης".Συχνά και στον Ελύτη ξεπηδά μέσα σ'ένα στίχο κάποια γυναίκα μιας θηραϊκής τοιχογραφίας ή ο πρίγκιπας των κρίνων.Σιωπηλά προσβλέπει ένας κούρος από ένα χάσμα σαν τη σπηλιά του Ιδαίου Άντρου,πάνω από το οροπέδιο της Νίδας,σαν σε λίμνη,σε ένα κολάζ του Ελύτη από την εύγλωττη ακόμη και στον τίτλο συλλογή του Ο Κήπος με τις Αυταπάτες.Κλασσικό είναι βέβαια το ποίημα του Καβάφη "Εν τω μηνί Αθύρ":

Με δυσκολία διαβάζω στην πέτρα την αρχαία.
"Κύ[ρι]ε Ιησού Χριστέ". Ένα "Ψυ[χ]ήν" διακρίνω.
"Εν τω μη[νί] Αθύρ" "Ο Λεύκιο[ς] ε[κοιμ]ήθη".
Στη μνεία της ηλικίας "Εβί[ωσ]εν ετών",
το Κάππα Ζήτα δείχνει που νέος εκοιμήθη.
Μες στα φθαρμένα βλέπω "Αυτό[ν]...Αλεξανδρέα".
Μετά έχει τρεις γραμμές πολύ ακρωτηριασμένες.
Μα κάτι λέξεις βγάζω- σαν δ[ά]κρυα ημών","οδύνην",
κατόπιν πάλι "δάκρυα", και "[ημ]ίν τοις [φ]ίλοις πένθος".
Με φαίνεται που ο Λεύκιος μεγάλος θ'αγαπήθη.
Εν τω μηνί Αθύρ ο Λεύκιος εκοιμήθη.

Πρόκειται αναμφίβολα για τον ωραιότερο σχολιασμό μιας αρχαίας επιγραφής,όπως δηλώνει σύσσωμη η καβαφική κριτική,όμοιο της οποίας δεν κατάφερε ποτέ να κάνει ούτε και ο επιφανέστερος επιγραφολόγος,άλλη μια επικύρωση της φτώχειας των εκφραστικών μέσων της επιστήμης μπροστά στη μαγεία της ποίησης.

Γιάννης Σακελλαράκης
εκδ.Ίκαρος



Αγέλαστος Πέτρα

Δελφοί,το ιερό των χρησμών


Θυμάμαι κεντρικό τον ομφαλό της γης στο βάθος του άδυτου ναού,κάτω από τον ουρανό μιας άλλης,εσωτερικής,ναόσχημης κατασκευής.Θυμίζω δίπλα του την ύπαρξη του χρυσού αγάλματος του Απόλλωνα αλλά και του τάφου του Διονύσου.Λίγο πιο μπροστά βρίσκεται το μαντικό χάσμα των αναθυμιάσεων,με την Πυθία καθισμένη πάνω στον τρίποδα.Λένε πως η μάντισσα έπεφτε σε έκσταση μασώντας φύλλα δάφνης,που φύτρωνε δίπλα της,μέσα στο άδυτο,πως έβγαζε φθόγγους ακατάληπτους,ψελλίσματα,άναρθρες κραυγές.Οι ιερείς άκουγαν,κατέγραφαν και συνέθεταν το χρησμό,άλλοτε έμμετρα,άλλοτε πεζά.Λένε πως η πρώτη Σίβυλλα λεγόταν Ηροφίλη,άλλοι μιλούν για τρεις μάντισσες.Άλλοι λένε πως η Πυθία ήταν νέα παρθένα,άλλοι τη θέλουν να έχει περάσει τα πενήντα.Λένε πως η Πυθία μάντευε πρώτα μία φορά το χρόνο,στα γενέθλια του Απόλλωνα,και αργότερα,μία φορά το μήνα,μόνο όμως εννιά φορές το χρόνο.Η μαντική δύναμη έπαυε τους τρεις μήνες της απουσίας του θεού.Δεν υπάρχει αμφιβολία πως το νερό έπαιζε βασικό ρόλο στη λατρεία,όμως τα υδραυλικά συστήματα που διακριβώθηκαν ανασκαφικά κάτω από το άδυτο,δεν προδίδουν τα μυστικά τους.Ακόμη και ο πολυγραφότατος Πλούταρχος,που χρημάτισε και ιερέας στον ναό του Απόλλωνα,δίνει λίγες πληροφορίες,κι αυτές για τους χρόνους της παρακμής,τον 2ο αιώνα μ.Χ.

Το χρησμογραφείο του ναού του Απόλλωνα κάηκε στην καταστροφή του 373 π.Χ.Ούτε και σώθηκαν βέβαια τα αρχεία του ναού,που ξαναγράφτηκαν από τον Αριστοτέλη και τον ανιψιό του Κλεισθένη για να τεκμηριώσουν την τεράστια φήμη του μαντείου και του ιερού στην αρχαιότητα.Η επιστημονική έρευνα όμως έχει καταδείξει τη μεγάλη ηθική ακτινοβολία του μαντείου.Τουλάχιστον στα δημιουργικά χρόνια της αρχαίας Ελλάδας,στην αρχαϊκή εποχή,οι δελφικοί χρησμοί ήταν ένα καίριο μέσο για τον κατευνασμό των ελληνικών αλλά και των ανθρώπινων παθών.Ο Απόλλωνας συμβούλευε έμμεσα ή άμεσα τη μετριοπάθεια και την ταπεινοφροσύνη.Χαρακτηριστική είναι η ιστορία ενός πλούσιου Θεσσαλού που πρόσφερε μια εκατόμβη στους Δελφούς κι ενός φτωχού Ερμιονέα που όλη του η περιουσία ήταν ένας μικρός τορβάς με κριθάρι,από το οποίο έριξε στον βωμό τόσο μόνο όσο μπορούσε να πιάσει το χέρι.Η Πυθία χαρακτήρισε την προσφορά του Ερμιονέα πιο αρεστή στο θεό.Όταν όμως ο Ερμιονέας έσπευσε να αδειάσει τον τορβά του στον βωμό,η Πυθία δίδαξε πως η δεύτερη πράξη δεν αποτελούσε εκδήλωση ευλάβειας αλλά ήταν κυρίως επιδεικτική,για την απόσπαση ακόμη μεγαλύτερου επαίνου.


Γιάννης Σακελλαράκης
Η Ποιητική της Ανασκαφής
εκδ.Ίκαρος

κατάλογοι13-14


Οι λέξεις μία μία να έχουν όλες όλο το βάρος του κόσμου ολόκληρου κι όλες τους να σημαίνουν εξαντλητικά κι αναπόδραστα ειδάλλως να μη λέγονται καθόλου να μη γράφονται αφού είν'άχρηστες ακόμα κι επιζήμιες μολύνουν την ζωή αντί αντί όπως θα έπρεπε να την αναβιώνουν


Δημήτρης Δημητριάδης

ο Εραστής της Βόρειας Κίνας


Ο Κινέζος ανοίγει την πόρτα πριν εκείνη χτυπήσει.Φορά το μαύρο βραδινό κιμονό.Μένουν εκεί όπου είναι.Παίρνει τη σάκκα της,την πετά στο πάτωμα,την ξεντύνει,ξαπλώνει δίπλα της στο δάπεδο.Ύστερα περιμένει.Περιμένει.Ακόμα.Λέει σιγανά:
-Περίμενε.
Μπαίνει στη μαύρη νύχτα του κορμιού της παιδούλας.Μένει εκεί.Βογγάει από πόθο τρελό,ακίνητος,λέει ψιθυριστά:
-Ακόμα...περίμενε...

Γίνεται αντικείμενό του,να εκδίδεται μυστικά μόνο γι'αυτόν.Δίχως όνομα πια.Παραδομένη σαν πράγμα,κλεμμένο μόνο απ'αυτόν.Πράγμα που μόνος αυτός άλωσε,και χρησιμοποίησε,και διαπέρασε.Πράγμα,ξαφνικά άγνωστο,μια παιδούλα με μόνη ταυτότητα το να του ανήκει,το να'ναι αποκλειστικό του κτήμα,δίχως λέξη που μπορεί να χαρακτηρίσει τη σχέση αυτή,λιωμένη μες στην ύπαρξή του,διαλυμένη σε μια γενικότητα που εκπηγάζει πάντα με τον ίδιο τρόπο,αυτή που από τα βάθη του χρόνου πήρε άδικα ένα άλλο όνομα,το όνομα της αναξιοπρέπειας.


Μαργκερίτ Ντυράς
-απόσπασμα-
Εκδ.Εξάντας
μτφρ:Στέλλα Μανέ


πλαγιάζω όπως διαμορφώνονται τα πετρώματα

Πλαγιάζω όπως διαμορφώνονται τα πετρώματα
από περασμένη βλάστηση έν' απολίθωμα
αγνοώντας την ατραπό του σπηλαίου της δοκιμασίας
δεν ξέρω πώς μπορεί η μορφή να διασωθεί
θρηνώ την καταστροφή και ασθένεια του σώματος
θυμούμαι τον καιρό που έπαιζα με το χέρι της
τώρα την βλέπω κατάκοιτη που έχει προσβληθεί
με τα υφάσματα που εκφράζουν τα συναισθήματα
τα κύματα των ημερών τις πτυχές
αποργανωμένος ο λίθος ζητεί την έκφραση
σκελετός από τις κακοκαιρίες λευκασμένος
δεν μας απαντούν δεν έρχονται δε μας βρίσκουν
εφ' όσον είμαστε ανόμοιοι πώς να ζητήσω
πώς με τη ζωή να ταυτιστώ να πιστέψω
ο κάθε δρόμος εσφαλμένη άγνοια
γυρεύοντας κάτι δικό μου εμφανίζομαι
πώς μπορώ να ξέρω ότι υπάρχω
όταν και η πλάκα του τάφου δεν βρίσκεται
κάθε συζυγία διαγράφεται τα ενωμένα χέρια διαλύονται
πεθαίνουν με την ομορφιά τους οι θεοί
με το παράστημα τ' ανθρώπινο ενάρετα
η σιωπηλή γυναίκα με το σεμνό χτένισμα
με τους στοχασμούς ο αρήιος άντρας
να υπάρχω εξακολουθώ κατεβαίνοντας στον άδη
και γνωρίζοντας την αχανή από κάθε πρόσωπο ερημία
μαθαίνεις ότι η σκιά σε ακολουθεί
το προσφιλές επανέρχεται ίνδαλμα στη ζωή
η ασφαλισμένη γνώση και σχέση
η εμορφιά απ' όλα τ' άνθη της άνοιξης
αρκεί ανεβαίνοντας την ατραπό
όπως επιθυμούμε όλα τ' αντικείμενα
δεν πρέπει να σταθείς και να προσβλέψεις
πρέπει να εξορύξω λοιπόν τα μάτια μου
να καταστρέψω τις αισθήσεις του σώματος
αμείλιχτη πάλη αγωνίζομαι
ένα βήμα μπροστά το πόδι
πίσω κάμπτεται ο κορμός
τα χέρια μου δεμένα με λουριά
αλήθεια αναλογίζομαι θ' αγκαλιάσει
ο ανδρικός Απόλλωνας με την χρυσή χαίτη
το νεκρικό άγαλμα της γυναίκας
το χέρι που κρατά αναστραμμένο το μαφόρι
το χέρι που στη μέση ακουμπά της κοιλιάς
θα θραύσουν τις πτυχές τα πόδια
το στόμα το ωραίο τη σιωπή
απερίγραπτα είμαι χαρούμενος
μ' όλους της πολιτείας βγαίνω εκδρομή
καταλαβαίνω την φροντίδα των επισήμων
τη δύναμη απ' τον εργάτη τον γυμνό
όλοι μαζί πηγαίνουμε στα δέντρα
στα έργα μας να θυσιάσουμε τα άλογα
στεφάνι στη προσπάθειά του φορεμένος
σαν ιερέα ο καθένας μ' ακολουθεί
μέχρι πού πρέπει να πάω
δεν είμαι τάχα άνθρωπος εγώ
αν δεν είμαι ποιος είναι ο θεός
χώρου και χρόνου κενό που δε συμπληρώνεται
ποιο είναι που λείπει το πρόσωπο απ' τη λιτανεία
από την τάξη που πορευόμαστε οι ενήλικες
έχοντας στο κεφάλι των παιδιών το χέρι
κρατώντας δοξαστικά κλάδους βάγια
αν κρίνω λογικά στρεφόμενος πίσω μου
μπορεί να μην υπάρχει τίποτα
μπορεί ο συνηθισμένος κόσμος να γελάστηκε
να έχει γελαστεί επειδή γελάστηκα
να σηκώνουν ένα εκμαγείο που της μοιάζει
ακριβώς αποδομένα στην πέτρα τα χαρακτηριστικά
μαλλιά μάτια στόμα μύτη φρύδια
πτυχές του ενδύματος πάνω στο στήθος
ολόκληρη μέσα στο πέπλο της η μορφή
όπως τη γνώρισα στο μακρινό ακρωτήριο
όταν ποτέ να μη χωρίσουμε ορκιστήκαμε
ρίχνοντας τον αρραβώνα μας στη θάλασσα
διαλύοντας όλους τους πρόσκαιρους δεσμούς
κι απ' τη γης για να την ανταμώσω ξενιτεύτηκα
σμίγοντας το ένα χέρι μου με τ' άλλο
ατενίζοντας κατά μέτωπο μ' ορθάνοιχτα μάτια
δεν μπόρεσε η νύχτα να μου την κρύψει
θα στρέψω πίσω να δω
δε μπορούν να μου αφαιρέσουν το έργο μου
χάρου άνθρωπε την ειρήνη της πίστης
πράγματα πλίνθους κεραμίδια και ξύλα
αναίσθητες πέτρες κρατάμε
σκόρπια λόγια βλέπουν οι αισθήσεις μας
αλλά την πρόφτασα ν' απομακρύνεται
θα εξακολουθούσε να υπάρχει ακόμα
αν δεν είχα παραβεί την εντολή
η εργασία μας είναι δεσμός άρρηκτος
σχέση αληθινή της αιωνιότητας
εφ' όσον αίμα ρέει στις φλέβες μου
ανακατώνοντας με το ρυθμό του τη γη
μπορώ τη στάμνα που έσπασε να αποκαταστήσω
όπως τα χέρια του παιδιού που τη ρίχνει
καταγής απ' το παράθυρο και δεν σπάνει
η πηγή του δάσους ανθοστόλιστη
δροσοπάροχη γεμίζει τη στάμνα
ζώα και πουλιά συγγενή
έρχονται να ξεδιψάσουν
σε σκιά και σε φως μέσα στο δάσος
μην εμποδίζετε το διψασμένο ελάφι
όταν τρέπεται προς την πηγή
σαν τους πολύτιμους λίθους το κλάμα του
όταν πίνει νερό θολωμένο
το ελάφι μ' ένα άστρο στο μέτωπο
με το σύμβολο του Σωτήριου μαρτυρίου
δε μπορεί να το πειράξει κανένας
λαχταρώντας άγριο θήραμα
το λάβωσα και θρησκεύομαι
με τις αμαρτίες που φέρνουν το τέλος
στον κρυφό ατομικό εγωισμό
ώστε ν' αναγνωρίζω το σύνολο.



Παλαιότερα Ποιήματα
και Νεώτερα Πεζά
Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης
1980





όρκος


Συ που με κάλυψες με την πυκνή ανωνυμία σου
Ταξιδιώτη της νύχτας που έφυγε
Εσένα που δεν αποστήθισα ποτέ-μα στάθηκες
τόσο βαθιά δικός μου,τόσο ανέπαφος
μέσα στον συμφυρμό των άλλων,τόσο αδέξιος
μες στους αλαλαγμούς των κι ακατάδεκτος
τόσο μα τόσο ανθεκτικός κι όμως ευάλωτος
μες στους παραμικρούς σου κραδασμούς,καθώς
αυτό που ζήσαμε κι ελπίσαμε είναι γραφτό
σ'ένα τρεμούλιασμα ή σ'ένα δάκρυ
πάντα ν'αστοχήσει


Ταξιδιώτη της νύχτας που έφυγε
ποιητική ευγλωττία,τεχνική ενός στίχου
που μαθαίνεται
ευλυγισία μιας έκφρασης που κατακτιέται ενσυνείδητα
συγκίνηση κορυφωμένη που τον κατευθύνει

Ούτε ένα στίχο πια ερωτικό,στ'ορκίζομαι.


Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου




ο Ύπνος του Καπνιστή

τα θέματα παλιώσανε κι οι ρίμες
κουράστηκαν και ζούνε με τις μνήμες
παρέα με ωδές και σονέτα
και δυο σειρές παράσημα στα πέτα

με λόγια και τσιγάρα κάθε βράδυ
σκιές υφαίνω μέσα στο σκοτάδι
που κάποιος τις ξηλώνει την ημέρα
κι η τέχνη μου σκορπίζει στον αέρα

τα ψέματα τελειώσανε κι η ρίμα
μέσα στου τραγουδιού την παντομίμα
χειρονομεί βουβή χωρίς να πείθει
ριμάρει το κουκί με το ρεβίθι?


Ο Ύπνος του Καπνιστή/Απόπειρα Αυτοβιογραφίας

γνέθε τα μαλλιά της γνέθε γύριζε λιγνό μου αδράχτι
δίπλα στο κύμα τ'αρμυρό κοντά σε ήσυχο ποτάμι
στον ίσκιο τον βαρύ της καρυδιάς
στον τρούλο μιας βασιλικής βελανιδιάς
στον ίσκιο χρυσής καλαμωτής
στον ήχο μιας σχισμένης τέντας
στη μυρωδιά βρεγμένης ψάθας
στον ίσκιο ενός υπόστεγου
από φτέρη και άνεμο
από τσίγκο και βροχή
από ελενίτ

γύριζε λιγνό μου αδράχτι
σε παλιό σπίτι αταβάνωτο
να μπαίνει ο αέρας το κρύο η βροχή
τα μυρμήγκια οι γκουστερίτσες τα ποντίκια
οι καλικάντζαροι-μωρή κρασολουσμένη-
το φίδι του σπιτιού από γρεντά σε γρεντά
σαν δαχτυλίδι από τον μέσο στον παράμεσο

-Κοιμήσου,ό,τι ανασαίνει μες στο σπίτι

κρατάει το δίκιο του στα δόντια

-Ακούω αλύχτημα μακριά

Ακούω ξύσιμο στην πόρτα

Μιχάλης Γκανάς



music was my first love and it will be my last

o κήπος.λόγια και μουσική:Σωκράτης Μάλαμας

τα φτερά μου ανοίγω στον αέρα

ό,τι απομένει απ'τη ζωή είναι μια μέρα

είναι ένας κήπος με λουλούδια και με φίδια

δυο χελιδόνια που γυρνάν ξανά στα ίδια

φθινοπωρινός σκύλος.λόγια και μουσική:Αφροδίτη Μάνου

πού πάει ο έρωτας όταν πεθάνει

σε ποιο αστέρι σε ποιον ουρανό

φοράει της νύχτας το στεφάνι

και βάφει πορφυρό το δειλινό

της Άνοιξης το πρώτο δειλινό

the great gig in the sky:Pink Floyd

and I am not frightened of dying, any time will do, i Dont mind. why should I be frightened of dying? Theres no reason for it, youve gotta go sometime.i never said I was frightened of dying.



everything counts:Depeche Mode

Its a competitive world Everything counts in large amounts

the man who sold the world:David Bowie

who knows?not me

we never lost control

you're face to face

with the man who sold the world

μετά από πρόσκληση του jimmy

ευχαριστώ πολύ


εγκληματίας


Αν έχεις κάποια ιδέα τί σκέφτεται ο Θεός
για την κατάντια μας, γράψε μου αμέσως.
Δε θα'θελα να μ' έβλεπε
έτσι ανοχύρωτο μπροστά του.
Αν δεν έχεις,
τί κάνεις εκεί πέρα στις ερημιές;
Τόσο ακατάδεκτος έγινες πια με τη ζωή,
εσύ που υποτίθεται πως ήξερες καλά
πόσο θηρίο αναιρεί κάθε ψυχή
και πόσο αίμα αποσιωπεί η σάρκα;
Θυμήσου κήπους!



απόσπασμα
Γιώργος Μπλάνας

Η Άνοιξις σε Μπουκέτο

Όταν πεθάνω, Κύριε
Εγώ που με αξίωσες να ’χω μια τέτοια
Μάνα
Ούτε την προτομή μου θέλω πουθενά
Μα ούτε και στο Αιγαίο
Να σκορπιστεί η τέφρα μου
Κι εκεί, στην υγρασία του, να λιώσει
Εγώ
Που ξέρεις πώς προσπάθησα
Και ποιες κοινοτοπίες
Στην ποίηση και τη ζωή απέφυγα
Ζητώ Σε χάρη μου βλάσφημη, διττή
Μήτηρ, υιός, μήτηρ, υιός
Κι Άγιο Πνεύμα τίποτα
Τίποτ’ από τη ζήση Σου δε μένει
Και ξέχασες ποιος κλαίει κάτω απ’ τον

Σταυρό
Ποιος κλαδεύει τα καρφιά
Που μπήγεις στον εαυτό Σου
Γιατί όπου έκλαψε η μάνα μου
Καλά το ξέρεις, Κύριε
Εφύτρωσαν τα στέφανα
Που μόνο για μιαν όραση προόρισες
Κι όπως μόνο στα μάτια μου
Φαίνονται τόσα χρώματα στα λέλουδα της θλίψης
Της

Εκλιπαρώ:Μόνον από το χέρι Σου
(Αφού θα πάρεις το δικό μου)
Ταιριάζει πλάι στο μνήμα της
Η Άνοιξις να πηγαίνει σε μπουκέτο
Αφήνοντας στην προσευχή αυτή
Την έσχατη παράκληση˙
Το άψυχο κορμί μου να οδηγήσεις
Όπου την αναπαύεις, Μεγαλοδύναμε
Στο χώμα που με στοιχειώνει να με πας
Πού ξέρεις-τέτοια γειτνίαση
Βλάσφημη του θανάτου Σου
Μπορεί να Σε διαψεύσει
Κι έπειτα τόση ποίηση
Την Ιερή να ξαναβρώ της Μάνας μου γαστέρα
Ενεός που μ’ αξιώνεις την υγεία της όσο
Γεννιέμαι ακατάπαυστα στο δάκρυ της που στάζει