όσα περάσαν...


Από τις κόντρες του καιρού
και τα ταξίδια του μυαλού
όλα γυρίζουν μου ψιθυρίζουν
πως η ζωή 'ναι κάπου αλλού


Ό,τι περνάει και φεύγει, δε γυρνά
Πρόβα δεν έχει η ζωή ποτέ ξανά
Όσα περάσαν και σβήσαν
ψυχή και σώμα μού αφήσαν

Βήμα το βήμα, θα μάθω να τρέχω ξανά


Στη θάλασσα θα κατεβώ
να δω ορίζοντα ανοιχτό
Θα βρω τα λόγια μοιραία λόγια
πριν κοιμηθείς για να σου πω





λόγια:Γιώργος Αθανασόπουλος
μουσική:Ηρακλής Βαβάτσικας
ερμηνεία:Μόρφω Τσαϊρέλη



***το τραγούδι ακούστηκε πρώτη φορά
στην ταινία "η καρδιά του κτήνους"
βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του
Πέτρου Τατσόπουλου



********Ο Προμηθέας θα παραμείνει ανενεργός για κάποιο-άγνωστο έως ισόβιο- χρονικό διάστημα λόγω πυκνών επαγγελματικών υποχρεώσεων.Θα τα λέμε στη Θάλασσα...

εκτίοντας τον έρωτα


Ζεστός σαν Αύγουστος,ζεστότερος από Αύγουστο
ο αέρας έχει κάτι από τα μαλλιά σου.
Αγγίζει απαλά το πρόσωπό μου.
Ξενυχτώ


εκτίοντας τον έρωτα.Κι εσύ σελήνη
πανάκριβη εταίρα που δεν σε φτάνουν τα περιπολικά
ανεβαίνεις αργά,προκλητικά,τροποποιώντας
συνεχώς τον ίσκιο μου.


Γιατί βέβαια κανείς δεν ξέρει πότε
τα μυτερά τακούνια σου θα περάσουν από πάνω του.
Ανοιξιάτικος θάνατος γυροφέρνει
αμίλητος.Μελετά


το σώμα μου καθορίζοντας τις προτεραιότητες.
Απλώνει πάχνη πάνω στις κιθάρες
με σιδερένια δάχτυλα που αγγίζουν
πυρωμένες χορδές.


Νάσος Βαγενάς

Ομηριάδα


Μόνον αυτό


Οδυσσέας


Ναι
το τελικό τέρας
είμαι εγώ


Οδυσσέας


Μόνη της με έθαψε


Εγώ
Αυτή



Όποιος φεύγει
δεν ξαναγυρίζει
Και όποιος ξαναγυρίζει
δεν ξαναφεύγει



Εγώ
χωρίς



Αυτή
το πιο σκληρό τέρας
Δεν είναι το ταξίδι
δεν είναι
οι Κύκλωπες
οι Λαιστρυγόνες
δεν είναι η Κίρκη
ο Ποσειδών
δεν είναι τα λιμάνια
οι τρικυμίες
τα αρώματα
οι μελωδίες
τα υφάσματα
οι ιστορίες
τα πρόσωπα
οι γνωριμίες
τα κορμιά
οι συνουσίες
Όχι

Δεν είναι οι Σειρήνες
η Σκύλλα και η δίψα
Δεν είναι η νοσταλγία
δεν είναι
δεν είναι η νοσταλγία
Νοσταλγία
νοσταλγία
όχι όχι
καμία


Το πιο σκληρό τέρας
εγώ


Κανένας
νόστος
Ποτέ
νόστος


Θαμμένος τώρα
μέσα της


Αυτή
το μόνο τέρας


Σφαγμένος απ'αυτήν
εμένα


Ιθάκη


Θαμμένος
μέσα μου


Οδυσσέας
μέσα μου


Θαμμένος μέσα της



Για να μην ξαναφύγω



Ιθάκη

Από παντού

Ιθάκη


Να ξαναφύγω


Εγώ
το μόνο τέρας


Να ξαναφύγω


Ούτε Τροία
ούτε Τρώες
ούτε Δαναοί
ούτε σύντροφοι
Να φύγω μόνος
Να μην ξαναγυρίσω
Αυτό θέλω
Να την αφήσω πίσω
να μην την ξαναδώ
Πίσω για πάντα
Πίσω αυτή
μπροστά εγώ
Μπροστά
μόνον εγώ



Τώρα Ιθάκη
τώρα αυτή


Είμαι ό,τι θέλει


Αυτή
Οδυσσέας


Δεν μπορώ
τίποτε άλλο


Μέσα της


Εγώ
Ιθάκη


Όποιος την αφήνει πίσω
ξαναγυρίζει



Μέσα μου


Να τιμωρηθεί



Συνέχιζε να το λέει



Να τιμωρηθεί



Οδυσσέα τάφος



Ιθάκη τάφος



Οδυσσέας Ιθάκης


Τελεύτιος
νόστος



Βουλιάζοντας
την άκουσα να μου φωνάζει
το όνομά μου
Και ήταν το δικό της




Δημήτρης Δημητριάδης
15.11.-2.12.2003

ο αδελφός


Έπαθε μια περιφρόνηση χύθηκε το πρόσωπό της
κι έκαψε τους ώμους και το στέρνο.Χύνονται παντού τα
χλωμά του αίματα.Μεταχειρίζεται τα ξένα πρόσωπα
που συναντά κι εκείνα που θυμάται.
Με βιασύνη και με μια μικροπρέπεια κλέβει κρυφά
τους τρόπους των ξένων ανθρώπων και των πραγμάτων.
Με νευρικό ζήλο ενστερνίζεται.Παραδίνεται στις επιδράσεις
των φυσιογνωμιών κι όπως η θάλασσα που παραδίνεται στις
επιδράσεις.Με ακατάσχετες μεταμορφώσεις διαδέχεται τους
ανθρώπους.Σαν μια γύρη την σκορπάν οι άνεμοι που φυσάν
από τα ορθάνοιχτα πρόσωπα.


-απόσπασμα-
Γιώργος Χειμωνάς
εκδ.Κέδρος

πέτρες


Απ'το πρωί ο άνεμος ξεκάρφωσε τον ουρανό.
Απ'το πρωί ο ήλιος κάπνιζε ανάμεσα στα ερείπια.


Αν το πρόσωπό σου,το πρόσωπο ασπίδα,και το σύννεφο εκείνο κι ο τόπος τοπίο,και τα μάτια σου στρέφοντας ξαφνικά δεν είχαν σκοτώσει την εικόνα που κοίταζαν λίγο πιο πριν.


Αν το χέρι σου ήταν.
Αν τα μάτια σου.
Αν το χέρι σου.
Αν η λέξη που πήγες να πεις.


Λοιπόν όλη τη μέρα άνεμος.
Όλη τη νύχτα οι στάχτες της φωτιάς σου.


Τάκης Σινόπουλος

Βάρβαρες Ωδές



Ξέρω πως δεν έχεις πει την τελευταία σου λέξη.
Ξέρω πως δεν υπάρχει τίποτε βαθύτερο από σένα.
Άγρυπνη μεριμνάς για την ποιότητα της νύχτας.
Απορροφάς όλη τη θλίψη. Εξαγνίζεις
Όλα τ'ανομήματα.



Προαιώνια,πρόκοσμη,προκατακλυσμιαία
Πολύτροπη,πλατυτέρα,πανδαμάτειρα,παντοτινή.
Συλλαβή του ανείπωτου,θηλή του τίποτα,χίμαιρα.
Είσαι κυρίως ο ήχος από τ'όνομά σου.
Είσαι η ορατή πλευρά του μηδενός.


Νάσος Βαγενάς



κατάλογοι 13-14


Μετά ο Χρόνος για την Ποίηση Πάντα η Ποίηση έρχεται
μετά Και για να πει αυτό που είναι Δεν εξηγεί δεν προσηλυτίζει
Απορεί και σκανδαλίζεται και υποφέρει απ'το μέγεθος του ανυπόφορου
που το κρατά όπως είναι τίποτα να υπόσχεται Λέει μόνον αυτό που είναι
Και έτσι ιερώνει


Δημήτρης Δημητριάδης
Πένθη
Ίνδικτος

το τελευταίο αντίο


Τρέμοντας μη ζήσει μόνος του ως τα 80, μελαγχολούσε στο παράθυρο.
Σα να' χε μείνει πάνω σε ένα τρένο μία στάση πέρα από τον προορισμό του...
Η νύχτα είναι δικιά μου και δικιά σου, μακρινή αγάπη, ολέθρια, που τώρα δεν ζω παρά για να σ' αναστήσω. Μα να που τα λόγια δεν φτάνουν πια. Τα λόγια είναι φενάκη κι η αλήθεια εσύ. Εσύ μένεις να με οδηγείς με την σκοτεινή φωτοβολίδα σου στο χάος αυτό, το χάος μου, που φρόντισες να το γεμίσεις με την φωνή σου.
Τι ήρθα; Πού πάω; Τι ζητώ; Γιατί χωρίς εσένα λιγόστεψε το φως μου;
Μακρινή, μακρινή που μου φαίνεσαι αγάπη μου.
Μακρινή, μακρινή που είσαι τώρα.
Μου άφησες τα σημάδια σου ανεξίτηλα.Τόσα ρούχα, τόσες γραφές στον αέρα, τόσα αποτυπώματα στην σκιά. Πώς να πω ότι όλα αυτά ήταν ενέργεια κι εσύ ξαναγύρισες στην πηγή σου; Θέλω να έρθω να σε βρω. Είσαι γλυκιά και σ' αγαπάω. Μονάχα όταν έρχεσαι να σε δω, να φοράς τα ρούχα που μ' αυτά σε γνώρισα, έτσι σ αγάπησα, έτσι σε πίστεψα. Σε αισθάνθηκα λίγο μακρινή όταν γύρισες από την Αμερική. Μετά απόκτησες μία κρούστα ασάφειας. Απ' το να τα πνίγεις όλα μέσα σου, κόντευες να πνιγείς η ίδια.
Σ' αυτό το πολύ βιαστικό πέρασμά μας από την γη, καθένας μας αφήνει μιαν ανάσα, μια πνοή κι όλα μετά τα σβήνει...
Μην ζητάς να μάθεις πιο βαθιά τα μυστικά, δεν υπάρχουν.
Μα κι αν υπήρχαν, δεν τα ξέρουμε κι αυτά, δεν τα ξέρουμε...
Δεν έχω άλλα δάκρυα. Μισώ το γράψιμο που με εκτόνωσε, που μου δίνει την αίσθηση ότι κάνω το χρέος μου απέναντί σου. Το μόνο χρέος μου, γλυκιά μου αγάπη, για πάντα χαμένη, είναι να κλαίω για σένα, να κλαίω, να κλαίω. Κι όταν δεν το μπορώ, αρρωσταίνω...


Βασίλης Βασιλικός
Μουσική:Διονύσης Τσακνής
Αφήγηση:Γιώργος Κιμούλης

Μύστης της Λέξης


Ένα χλωρό με μουσικές ήρθε ένα βράδυ
ήρθε να αναζυγιστεί πάνω από πράγματα
με φυτίλι βραδείας καύσεως φωνή
εκρήγνυται μες στα φυλλώματα του Μάρτη
έχει μαχαίρια δώδεκα ασημοκέντητα
απολυτρώνουν την καρδιά σχεδίες στο χάρτη
αναστενάζουνε χαρτιά φυλλοβολία πυρετό
δεινή αφοσίωση
φράσεις πληγίτσες κοριτσιών από στήθη
λυγίζει στο μίσχο φλόγα χλωρή
κισσός σε βράχο αμφιθαλής
Γυροσκοπεί εμβριθές μάτι ηλιολούλουδο
σε κοριτσιών κρυφομιλήματα
ξελογιασμός πατρίδα σκάβει νόστο απλήγιαστα
τον ξημεροβραδιάζει τρέφοντας λέξη
Σκάλα δεν πιάνει εκεί
σαν από αγράμπελη ανέρπει
λάμπει χάους αφορμή:
απάνω πέφτει με ορμή και πάλι εδώ είναι.
Σαϊτιά στίχος οξύτονα και παροξύτονα συνέχει απλό
δυσκολοδιάβαστος παρότι
πολυδιαβάστηκε από πλείστες θαυμάστριες στο δίχτυο
Στρέφει αναπόταμα νερά δρέποντας κολυμπά
από την απαλή αύρα μέχρι την αυστηρή καταιγίδα
κυκλώνες φωτοδίνες δεινές λογοδίνες καημός
χλωρό φως κλωσμένες ανοίξεις συγκινήσεων.



είναι αλήθεια


Άι,με τι θλίψη πληρώνω
να σ'αγαπώ όπως σ'αγαπώ


Για την αγάπη σου ο αέρας
με βαραίνει
η καρδιά
το καπέλο


Ποιος την κορδέλα τούτη
που'χω θα μου αγοράσει
κι αυτή τη θλίψη
από άσπρο νήμα
μαντήλια θα την κάνει;


Άι με τι θλίψη πληρώνω
να σ'αγαπώ όπως σ'αγαπώ


Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

Ζει το κορίτσι του Fruit Punch?


Κάτι άλλο ήταν.Το φως και η θάλασσα και η ψυχή μας.Κάτι άλλο. Όλα αυτά υπήρχαν και πριν τον Ελύτη.Όμως μετά από εκείνον,δε γίνεται να υπάρξουν χωρίς αυτόν.

Μπερδεμένη.Έκαιγε τις ομορφότερες σκέψεις της,σαν σπίρτα,για να φωτίσει τα υγρά σκοτεινά της υπόγεια.Έσβηναν γρήγορα.Έπρεπε συνεχώς ν'ανάβει καινούρια.Το σκοτάδι την έτρωγε.Την έπαιρναν τα αίματα.Ήθελε να ξαναγυρίσει στην κούνια της.Κανείς δε γυρνάει.Τουλάχιστον όχι ολόκληρος...

Δε με ρωτάς γιατί?Δεν θέλεις να μάθεις ή νομίζεις πως καταλαβαίνεις?Ήθελα να το κάνω.Δεν μπορούσα να το ελέγξω.Ήταν τόσο εύκολο...Ξέρεις πόσο εύκολο ήταν?Το έχεις νιώσει ποτέ?Να κάνεις κάτι τόσο απάνθρωπο και να μην το ξέρει κανένας.Όχι απάνθρωπο,σκληρό.Δεν το έκανα για μένα,αλλά για όλους εκείνους που τώρα με ψάχνουν και με καταριούνται.Ακραίο συναίσθημα.Να γλιτώνεις.Ούτε αγάπη,ούτε μίσος.Αυτά είναι αυταπάτες.Σου μιλάω για κάτι τόσο αληθινό που σε κάνει κομμάτια.Για πρώτη φορά χτυπήθηκα στ'αλήθεια με κάτι τόσο δυνατό.Και το ρίσκο.Της σταύρωσής σου.Αν σε πιάσουν,θα σε σέρνουν με την κοιλιά στο Γολγοθά.Όχι Χριστός,ληστής.Θα το βλέπεις στα μάτια τους.Θα είσαι ένα φίδι.Δεν θα μπορείς να κρατήσεις τίποτα από τον εαυτό σου.Δεν θα υπάρχει τίποτα από το παρελθόν σου.Ούτε ο Σεφέρης,ούτε ο Λειβαδίτης,ούτε τα τραγούδια του Θεοδωράκη,τίποτα.

Ότι το μόνο που καταφέρνουν είναι να ημερεύουν το ζώο.Αλλά δεν το αλλάζουν.


Τύχη,μόνο τύχη.Μια σειρά συμπτώσεων.Αυτό είναι.


Η Λένα κατάπινε το Βατερλώ της κομμάτι κομμάτι.Ο Παύλος δεν σκόπευε να σταματήσει,αν πρώτα δεν την έβλεπε να γλείφει και τα δάχτυλά της...


Οδυσσέας Ιωάννου

κι αν για την πραγματική οδύνη αρκεί ένας ανύπαρκτος έρωτας;


Σωτήρης Παστάκας
Νήσος Χίος
εκδ:Πλανόδιον

Bleibtreu Cafe


Μ' αρέσανε τα μπαρ στο Βερολίνο

μετά τις τρεις όταν μεθούσαν οι ξανθές σιγά-σιγά

Μοναχικές πριγκίπισσες, του τίποτα ερωμένες

στων νικημένων το νησί γλεντώντας σιωπηλά

στων νικημένων τη γιορτή

γλεντώντας κάθε βράδυ σιωπηλά

Erika, Maria, Monika, Sabine

θα δούμε άραγε ξανά μαζί ποτέ

το χιόνι του Δεκέμβρη απόγευμα να πέφτει

έξω απ' τη τζαμαρία του Bleibtreu cafe

"Berlin, Achtung Berlin"

"Berlin, Achtung Berlin"

"Berlin, Achtung Berlin"

Το παγωμένο γέλιο τουακούω και φοβάμαι

το γέλιο του πολέμου

ακούω ξανά από παντού

Αχ! πόσο εύκολα ξεχνάμε

το έγκλημα φυσάει ξανά από παντού

"Berlin, Achtung Berlin"

"Berlin, Achtung Berlin"

Sie heißt Lilli Marlen !!!


Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας


Happy Days


δε χρειαστήκαμε
ποτέ
λοβοτομή


εισαγωγή,περίθαλψη
κούρα με λίθιο


εμάς
μας συνοψίζει
ένας
αμανές


Γλυκερία Μπασδέκη

Τοπίο με Αργοναύτες

Να μιλήσω για μένα Εγώ ποιος
Για ποιον γίνεται λόγος όταν
Ο λόγος είναι από μένα Εγώ Ποιος είναι αυτό
Σε βροχή από περιττώματα πουλιών με δέρμα
από ασβέστη
Ή αλλιώς μια σημαία Εγώ ένα
Αιμάτινο κουρέλι κρεμασμένο Ένας κυματισμός
Ανάμεσα στο μηδέν και στον κανένα αρκεί να πνέει
άνεμος
Εγώ απόρριμα ενός άντρα Εγώ απόρριμα
Μιας γυναίκας κοινός τόπος πάνω στον κοινό τόπο.
Εγώ κόλαση ονειρική
Που φέρει το τυχαίο όνομά μου Εγώ φόβος
[...]

Εγώ η πορεία μου στη θάλασσα
Εγώ η κατάληψη της γης από μέρους μου
Η προέλασή μου στα προάστια Εγώ ο θάνατός μου
Σε βροχή από περιττώματα πουλιών με δέρμα
από ασβέστη
Ύστατος ομφάλιος λώρος είναι η άγκυρα
Με τον ορίζοντα χάνεται η μνήμη της ακτής
Τα πουλιά είναι ένα αντίο Είναι ένα καλή αντάμωση
Το αποδεκατισμένο δέντρο οργώνει τη θάλασσα φίδι
Ισχνή ανάμεσα στο εγώ και στο όχι πια Εγώ το σκάφος
ή ίσαλος.
ΤΟΥ ΝΑΥΤΗ Η ΝΥΦΗ ΕΙΝΑΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ
Λένε πως οι νεκροί στέκουν ορθοί στο βυθό
Κολυμβητές κάθετοι ώσπου ν'αναπαυτούνε τα οστά
Ζευγάρωμα των ψαριών στον αδειασμένο θώρακα
Κοχύλια στου κρανίου τη σκεπή
Η δίψα φωτιά
ΝΕΡΟ ΟΝΟΜΑΖΕΤΑΙ Ο,ΤΙ ΦΛΕΓΕΤΑΙ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΔΕΡΜΑ

[...]


Από το Τοπίο με Αργοναύτες
Heiner Muller
μτφρ:Ελένη Βαροπούλου

Είμαι ο Χωκ Φιν


Μοιάζει 4 παρά 20,συννεφόκαμα και νύχτα.Λέγεται πως σαν σήμερα,1 Ιουνίου,Βασιλεύς Παύλος γέννησεν Βασιλέα Κωνσταντίνον εκ της Φρειδερίκης.Εμένα η μητέρα μου,μου είπε πως οι κανονιές πέσανε για μένα.Όσο για τη Μονρόε,εκτός από την ίδια ημερομηνία γεννήσεως είναι στη μέση και οι ασφυκτικά πυκνές πλερέζες του θανάτου της.Οινόπνευμα με χάπια ή περίστροφο με σιγαστήρα,ο ήχος της υπερβολικής δόσης στέρησης από μοναξιά μού είναι οικείος.Μυστήρια μέρα που είναι η Παρασκευή,ε?Να μην μπορέσω ποτέ να φτιάξω ένα γελαστό βιβλίο...Φρίκη.Ούτε παιδική φωτογραφία δεν έχω γελαστή.Όσους άντρες ερωτεύτηκα επειδή γελάγανε,αν δεν ήταν ηλίθιοι ή υστερικοί,ήταν πιο λυπητεροί απ'τους λυπητερούς.Δεν έχω κανέναν.Δεν έχω να πάω πουθενά.Πουθενά...Τρέχω...τρέχω αλλόκοτα με σταματημένους κόμπους ιδρώτα στις ρίζες των μαλλιών μου.Είμαι ξανθιά?Είμαι κόκκινη με πανάδες στη μύτη?Ναι...Ίσως...Μπορεί...Γιατί λέω ψέματα αφού ξέρω?Η απόδραση και η τρέλα έχουν κοινή αφετηρία.Είμαι ο Χωκ Φιν.Ο κολλητός μου είναι φίρμα.Τον λένε Τομ Σώγιερ.Έχει μια γκομενίτσα,απ'αυτές που σου μένουν για πάντα.Με πιάνο και γαλλικά.Τις νύχτες,με ένα τσουβάλι,σαλτάρουμε από τις μάντρες των νεκροταφείων και μαζεύουμε ψόφιες γάτες.Τις σπρώχνουμε Προπύλαια ή Μοναστηράκι,σε χαζοτουρίστες Έλληνες ή ξένους.Τα φράγκα που βγαίνουνε πίνουμε καμία μπίρα και τσιγάρα.Τι να σας λέω τώρα...Μια μέρα ντύσανε τον δικό μου καινούριο.Βελουδένια τραγιάσκα,τιράντες,βερμούδα,γυαλιστερά παπούτσια στο νούμερό του.Τον βάλανε σε υπερωκεάνιο για Αμερική.Θα σπούδαζε.Θα γινόταν σπουδαίος.Είχα ανέβει στην κορυφή ενός πολύ ψηλού δέντρου και τον χαιρέταγα.Είχε πέσει απάνω του όλο το σκυλολόι και δεν με είδε.Έχουνε περάσει τρία χρόνια και δε μου'γραψε.Ρώτησα και μου είπανε πως η Αμερική είναι πέντα χρόνια μακριά.Η απόδραση,η τέχνη και η τρέλα έχουν κοινή αφετηρία και τέρμα.Εγώ τώρα είμαι στη γέφυρα του Μανχάταν.Τρεχάλα πάλι.Φώτα,ποπό φώτα,τεράστια,άλλα αναβοσβήνουν,άλλα σταθερά,στρογγυλά,ανιχνευτικά,παραμορφωτικά,κεντράρουν πάνω μου.Περίεργα την όψη μου φωτίζουν.Είμαι γυναίκα.Ξυπόλητη πάλι,κρατάω στα χέρια μου φιδίσιες ψηλοτάκουνες γόβες,φιδόδερμα το δέρμα μου κι ένα μαύρο σχισμένο καλσόν υφασμένο από ρουμπίνια.Άρκα,φλας.Γύρισμα έχω?Το φεγγάρι ψηλά θέλει να παίξει μαζί μου.Μπλέκεται στα πόδια μου.Όμως εγώ δε γίνεται.Είναι σοβαρή υπόθεση για μένα.Τ'αγαπάω.Το σέβομαι.Δε γίνεται να το κάνω τόπι.Πλάκα κάνουμε?Πώς να το κλοτσήσω?Τώρα...?Τι είναι πάλι αυτό τώρα?Ο...πώς τον λένε?Τα'χασα πάλι,ορίστε το κενό...Ο δικός μου,ο Ντένις Χόπερ,δυο δάχτυλα πάνω απ'το έδαφος,ξεμέθυστος,έρχεται καταπάνω μου με μια μακριά ασημιά καμπαρντίνα,προσπαθεί ν'ανάψει το τσιγάρο του ανάποδα,απ'το φίλτρο.Τι θ'απογίνω,Θεέ μου?Στην ώρα πιάνει αέρας απ'τ'άστρα.Φυσάει πολύ.Χώνονται τ'άστρα μες στο στόμα μου,κρύβονται στα δάχτυλά μου.Είμαι ένα μικρό τετραγωνάκι τρεχαλητό τ'ουρανού.Στην αγάπη και στον τρόμο μου μπερδεμένη.Όσοι είχαν πηδήξει από τη γέφυρα να φύγουν σταματάνε την κίνηση στη μέση.Κάνουν την κίνηση ανάποδα,σωστή.Γυρνάνε πίσω,στη ζωή και στον αέρα.Είμαι ένα κομματάκι τ'ουρανού,τετράγωνο,ολομόναχο,φωτισμένο.Ούτε να κλάψω.Οι φίλοι που γύρισαν πίσω είναι με φώτα νέον στεφανωμένοι.Παράξενα ιδεογράμματα που φτιάχνει η μοναξιά.Ο Χόπερ με κοιτάει:"Τι γίνεται,ρεπλίκα?Ν'ανάψω από τα δάχτυλά σου φωτιά?Ποιος είναι ο δικός σου ο Χρόνος Λήξεως?"...Ναι...Αν δεν είχε γίνει ιδεοληψία ν'αυτοκτονούν οι μουσικοί που δεν έχουν όργανα και περπατάνε τις νύχτες στις ράγες των τρένων,θα όριζα το χρόνο.Βρέχει.Κάποιο πεφτάστρο μου κάηκε.Να βρω ένα υπόστεγο να μην καώ.Έχω κι ένα τσουβάλι με ψόφιες γάτες να κουβαλάω τη Νύχτα.Νύχτα...


Κατερίνα Γώγου


δεν το αξίζεις


Ένα τσιγάρο ακόμα και φεύγεις
Ένα τσιγάρο ακόμα
κι απ' τη νύχτα αυτή μην κλέβεις
Τόσα που έχεις, τι σου είναι να δώσεις
Ένα τσιγάρο ακόμα και σ' αυτό
μη με προδώσεις


Άναψε τη φωτιά σου άναψε
Τα όνειρα μου άλλαξες
Μα εσύ δεν άλλαξες
Έλα δώσε μου και θα φύγεις
δώσε μου
Στο κορμί σου στρώσε μου
Να χαθούμε γι' άλλη μια φορά


Δεν το αξίζεις να σε θέλω
Δεν το αξίζεις μα σε θέλω


Ένα τσιγάρο ακόμα και φεύγεις
Έτσι κι αλλιώς δικό μου δε θα σ' έχω
τι αποφεύγεις
Όσο κι αν ψάχνω να μένω μακριά σου
Τόσο δε θέλω μια στιγμή να χάνω
από κοντά σου


μουσική και λόγια:Κώστας Λειβαδάς

έτσι κι αλλιώς-συνέχεια...


Έτσι κι αλλιώς να επιστρέψω δεν μπορώ
σ' ένα παράδεισο που μ' έδιωξε και να 'μαι
Με τη δουλειά και με τα ζόρια σε ξεχνώ
μα είδα το θαύμα κι όσο ζω θα το θυμάμαι


Έτσι κι αλλιώς να με γυρέψεις είν' αργά
Ό,τι κι αν κάνεις σε νικάν οι αναμνήσεις
Μονάχη ακόνισες μαχαίρια και σπαθιά
κι έσπειρες γύρω σου καρφιά να περπατήσεις


Κάποτε θα 'ρθει η στιγμή και θα το δεις
δίχως τηλέφωνο ή γράμμα θα βρεθούμε
και δίχως τίποτα να κάνω ή να πεις
μέσα στα δάκρυα της συγνώμης θα πνιγούμε


Μονάχα έτσι θα τελειώσουμε εμείς
σ' έναν αθάνατο παράδεισο όταν μπούμε
Κάποτε θα 'ρθει η στιγμή και θα το δεις
δίχως τηλέφωνο ή γράμμα θα βρεθούμε...



μουσική:Λαυρέντης Μαχαιρίτσας
λόγια:Ισαάκ Σούσης


ερωμένη απολεσθέντων θαυμάτων


Δώσε μου ένα βράδυ του κοχυλιού ή κάτι
ανέγγιχτο,από σένα,να έχω μαζί μου
Σε χρειάζομαι
Δώσε μου λίγο απ'το μπράτσο σου το μελανό
Λιγάκι απ'το χαμό σου
Ομίχλη απ'τα μάτια σου


Κι από το μέτωπό σου φως
Απ'το Αιγαίο άρωμα
Κήπους απ'τα οράματά σου
Λίγο λοξό φεγγαράκι,κίτρινο
Απ'του μίσχου σου τον οβελίσκο


Απ'του μίσους σου τον αφηνιασμένο απόηχο
Απ'τον βασανισμένο αυχένα σου περηφάνεια

Αξιοπρέπεια.


-απόσπασμα-
κυκλοφορεί από εκδ.Κώδικας



κοίτα με στα μάτια και με το σουγιά πάρε από τη φλέβα μου μελάνη

οι λάμπες


Η Ιζόλδη κατοικεί μες στην υπόγεια μισοσκότεινη αίθουσα.
Το φόρεμά της έχει χρώμα ίδιο με των νεκρών την προσμονή
είναι το πιο σβησμένο θαλασσί τούτου του κόσμου
φθαρμένο, αποκαλύπτοντας την ώχρα των γυμνών βράχων.
Η Ιζόλδη είναι μονάχη,εκείνοι που έρχονται είναι σκοτεινοί
σκύβουν με λάμπες πάνω απ’ το κορμί της.
Στ’ αλήθεια λένε, η Ιζόλδη πέθανε,
η Ιζόλδη η λυπημένη πέθανε, έτσι λένε.


Υβ Μπονφουά
μετάφραση: Τάκης Σινόπουλος



δώδεκα τα όχι


Ανάβουν οι σταγόνες
στο φως της αστραπής
Το μυστικό τσ' αγάπης
εσύ θα μου το πεις


Δώδεκα τα όχι
και τέσσερα τα ναι
θέλει βαθιά ανάσα
να πεις τον αμανέ


Τα γιασεμιά κι οι κρίνοι
ανοίγουν την αυγή
Το ύψος της αγάπης
φαίνεται στη φυγή


Ανάβουν οι σταγόνες
το φως της αστραπής
Το ερωτευμένο βλέμμα
μοιάζει με της ντροπής


Τα άνθη της αγάπης
για να γενούν καρπός
ένα στα δέκα δένει
αν είσαι τυχερός.


Δώδεκα τα όχι
και τέσσερα τα ναι
θέλει βαθιά ανάσα
να πεις τον αμανέ


Λουδοβίκος των Ανωγείων


της Άρτας το Γεφύρι


Kάθε νύχτα σε γυρεύω
την αγάπη μου παιδεύω
στης ζωής το πανηγύρι
σαν της Άρτας το γεφύρι


Ένα σου βλέμμα, για δες
όλα γίναν όπως χθές
αν τα γκρεμίσεις ξανά
θα πνιγούμε στη στεριά
Για δες πώς φεύγει ο καιρός
κι έχω γίνει σαν τρελλός
άνοιξη μπαίνει ξανά
άνοιξέ μου μια αγκαλιά


Mοιάζεις σύννεφο και μπόρα
στης ζωής την ανηφόρα
σαν το χώμα διψασμένος
σε ζητάω σα μεθυσμένος

το τραγούδι αφιερώνεται στη Δία
για τα γενέθλιά της
***photo by Φαίδρα Φις
στο δρόμο από Καλλιρρόη Ασπροποτάμου
προς το Μέτσοβο
Άνοιξη του 2008
αφιερωμένη κι αυτή στη Δία

Mελίνα Μερκούρη


Ποτέ την Κυριακή




Στέλλα-Αγάπη που'γινες δίκοπο μαχαίρι

Ισοβίτες


Η νέα ταινία του Θόδωρου Μαραγκού από 5 Μαρτίου στους κινηματογράφους.

Το σκηνοθέτη Θόδωρο Μαραγκό τον γνωρίζουμε καλά και από το παρελθόν. Έχει δώσει μερικές δυνατές ταινίες καταγγελίας ("Μάθε παιδί μου γράμματα", Black Mπέεε κ.ά.) ή κοινωνικές σάτιρες. Είναι φορτισμένος ιδεολογικά και είναι λογικό να τον ενοχλεί η έκπτωση της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας.

Επιλέγει να τη δει ως καρικατούρα και μας καλεί να αποστασιοποιηθούμε από ό,τι συμβαίνει δίπλα μας, καθώς αυτά που βλέπουμε να γίνονται είναι εξόχως κωμικά, γελοία, ανόητα και σουρεαλιστικά.

Μιλάμε δηλαδή για μια γυψωμένη κοινωνία, γεμάτη στρεβλώσεις, γραφειοκρατία, αναξιοπιστία, αγωγό ταλαιπωρίας. Οι "Ισοβίτες" λοιπόν δίνουν μια κουτουλιά και ξεκοιλιάζουν όλον αυτόν τον σοβαροφανή τραγέλαφο.


Στους νυχτερινούς ταξιδιάρηδες ανήκει ο Πάνος, ο οποίος οδηγεί το φορτηγό του σε μακρινούς δρόμους. Αναζητώντας την ελευθερία του, απολαμβάνει τα δώρα, που του προσφέρει η διαδρομή. Στην κοινωνία, όμως, υπάρχει και κάποιος που ακούει στο όνομα «Λοχαγός», ο οποίος έχει αγανακτήσει για το χάλι της σημερινής ζωής. Αποφασίζει να κλειστεί στη φυλακή ως εθελοντής ισοβίτης, γιατί πιστεύει ότι είναι καλύτερα μέσα παρά έξω. Όταν οι δυο τους συναντιούνται στη φυλακή, επιχειρούν να λύσουν τις φιλοσοφικές τους διαφορές, και μετατρέπουν το κελί που μοιράζονται σε ρινγκ.Ο σκηνοθέτης μέσα από τη σχέση των δύο αυτών φυλακισμένων με διαφορετική αντίληψη για τη ζωή, προσπαθεί να ερμηνεύσει τη λέξη ελευθερία, τονίζοντας παράλληλα την αξία που προσδίδει ο κάθε άνθρωπος σε αυτή. Ο πρώτος την έχει ανάγκη και την επιθυμεί διακαώς, ο δεύτερος θεωρεί ότι η πραγματική ζωή είναι εκεί που βρίσκεται και δε θέλει με τίποτα να την αποχωριστεί. Αισιόδοξος και με αστείρευτο χιούμορ, ο Θόδωρος Μαραγκός, κάνει μια ενδιαφέρουσα ανθρώπινη ταινία, έξυπνη και διασκεδαστική, με φιλοσοφική διάθεση, όπως το συνηθίζει στις περισσότερες ταινίες του. Οι «Ισοβίτες» διαθέτουν ρυθμό, καλή μουσική και δύο απολαυστικούς πρωταγωνιστές: τον Τάκη Σπυριδάκη και τον Βαγγέλη Μουρίκη.*******(Στην ταινία εμφανίζεται και η αγαπημένη μου φίλη Πέννυ Μηλιά,σε μικρό ρόλο όπως λέει η ίδια!)


Στους κινηματογράφους από Πέμπτη 5 Μαρτίου 2009.


Δείτε τα τρέιλερ της ταινίας:


με λες ή μου λες?

-Άρθρο του (Αθηναίου) Καθηγητή Γεώργιου Μπαμπινώτη στο ΒΗΜΑ

Το όλο θέμα ξεκινά σε παλαιότερες εποχές, με την κατάργηση της δοτικής* οπότε και γεννιέται η ανάγκη να βρεθεί νέα λύση εκεί που μέχρι πρότινος χρησιμοποιούταν η συγκεκριμένη πτώση. Έτσι, καθημερινές φράσεις όπως π.χ. το "λέγεις μοι" παύουν να υφίστανται και η γλώσσα αναζητά έναν νέο τρόπο έκφρασης.
Στην Βόρειο Ελλάδα προτιμήθηκε η αιτιατική ενώ στην Νότιο Ελλάδα η γενική για να δώσουν (σε νεώτερα ελληνικά) "με λες" και "μου λες", αντίστοιχα.Και οι δύο αυτοί τύποι είναι σωστοί καθώς χρησιμοποιούνται κανονικότατα μέσα στους αιώνες από τους Έλληνες.
Κατά μίαν άποψη η αιτιατική είναι πιο κοντά στην δοτική οπότε, όσο παράξενο και να ακούγεται, ο βορειοελλαδίτικος τύπος (με λες) θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι πιο δικαιολογημένος. Ο βασικότερος λόγος που σήμερα η σύνταξη με γενική θεωρείται ορθότερη (μου λες) είναι μάλλον επειδή η Νότιος Ελλάδα απελευθερώθηκε πρώτη και η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε στο νέο κράτος ήταν αυτή που μιλούσαν σε εκείνα τα μέρη.
Σήμερα, ειδικά μέσω των μέσων μαζική ενημέρωσης, έχει καθιερωθεί γενικότερα ο τύπος με την γενική. Το βέβαιο είναι πως έχει περάσει στο υποσυνείδητό μας ως ο ορθός τρόπος αν και αυτό όπως είδαμε δεν στέκει πραγματικά.
Παρεμπιπτόντως, δυο από τους λογοτέχνες που έχουν γράψει με το συγκεκριμένο τρόπο είναι ο Κώστας Π. Καβάφης και ο Αθανάσιος Χριστόπουλος.
Ας μην ξεχνάμε το εξής σημαντικό: οι νοτιοελλαδίτες, που εκφράζουν τη δοτική μέσω γενικής λέγοντας "θα σου πω κάτι", "θα της δώσω κάτι", στον πληθυντικό διαπράττουν ακριβώς το "σφάλμα" που καταλογίζουν στα εκ Βορρά αδέλφια τους, και λένε: "θα σας πω κάτι", "θα τους δώσω κάτι". Χρησιμοποιούν δηλαδή αιτιατική!
Επομένως, καθαρά από απόψεως ομοιογένειας, τα βόρεια ιδιώματα είναι πιο συνεπή διότι χρησιμοποιούν αιτιατική και στον ενικό και στον πληθυντικό....

..life is full of surprises...!!!

αυτή η νύχτα μένει


Πέλαγο να ζήσω δε θα βρω
σε ψυχή ψαριού κορμί γατίσιο
κάθε βράδυ βγαίνω να πνιγώ
πότε άστρα πότε άκρη της αβύσσου
κάτι κυνηγώ σαν τον ναυαγό
τα χρόνια μου σεντόνια μου
τσιγάρα να τα σβήσω


Αυτή η νύχτα μένει αιώνες παγωμένη
που δυο ψυχές δεν βρήκαν καταφύγιο
κι ήρθαν στον κόσμο ξένοι και καταδικασμένοι
να ζήσουν έναν έρωτα επίγειο

Χάθηκα και γω κάποια βραδιά
πέλαγο η φωνή του Καζαντζίδη
πέφταν τ'άστρα μες στην λασπουριά
μαύρος μάγκας ο καιρός και μαύρο φίδι
μου'γνεφε η καρδιά πάρε μυρωδιά
το λάδι εδώ πώς καίγεται και ζήσε το ταξίδι

o γιατρός Ινεότης


Σα μια αγρύπνια στάζει μέσα μου η μοίρα των ανθρώπων κι ακριβώς μέσα μου τελειώνουν οι άνθρωποι.Συνορεύω.Ένα βήμα και γκρεμίζομαι από ένα πανύψηλο τοίχο τα αισθηματικά λόγια τους κι οι ιδέες κι αρπάζουν φωτιά οι ζωές τους αυτό το γυαλί πρέπει να έχει μια τρύπα κι από κάποια τρύπα αυτοί θα με παρακολουθούν και θα μ'εκτιμάν θα καταλαβαίνουν τη διαφορά των θανάτων.Εγώ είμαι εθελοντής του τέλους των ανθρώπων και με την ελεύθερη θέλησή μου παραχωρώ και με μια τραγικότητα τους παραχωρώ τον τόπο που πιάνω που κανένας δε με υποχρεώνει αλλά εγώ εξασφάλισα και με το φανατισμένο μου θάνατο τους κρατάω στα χέρια μου γιατί με τον φανατισμένο κι ιδεολογικό μου θάνατο θα συνεχιστώ και σα παληός σβηστός μύθος θα σας βασανίσουν.


Γιώργος Χειμωνάς
-απόσπασμα-

οι εκτάσεις του ύπνου


Εσύ η παρούσα στα όνειρα
που μονάχα να σε μαντεύω αφήνεις
και δεν μου φανερώνεσαι.
Εσύ η άπιαστη σ’ όνειρο και πραγματικότητα.
Εσύ που από το να σε θέλω τόσο μου ανήκεις
αλλά το πρόσωπό σου δεν το πλησιάζεις στο δικό μου
πάρεξ όταν σφαλνώ τα μάτια
σ’ όνειρο και πραγματικότητα.

Ρόμπερ Ντέσνος
(απόσπασμα)

μαύρη πεταλούδα


...Σ'ένα από τα νησιά του Σολομώντος(Ugi)οι ψυχές,μεταμορφώνονται σε πυγολαμπίδες.Είδαμε πως σ'άλλα νησιά της Μελανησίας αποφασίζει κανείς αν θα μετασαρκωθεί σε πουλί ή σε πεταλούδα. Όταν δεν έχουν το λείψανο,στα νησιά Σαμόα,απλώνουν κατά το μέρος που χάθηκε ο άνθρωπος ένα πανί,και το πρώτο πλάσμα που θ'ανεβεί σ'αυτό,σφήκα,αράχνη,σαύρα,το'χουνε για ψυχή του πεθαμένου.Την Πέμπτη μέρα ύστερα από το θάνατο οι Γκοντ(Gonds)προάρια φυλή των Ινδιών,πηγαίνουν στο ποτάμι,κράζουν το όνομα του νεκρού και πιάνουν ένα ψάρι ή ένα έντομο που λογιέται η ψυχή του.Στη Βιρμανία την ψυχή τη λένε "πεταλούδα"(άρα και τη βλέπουν έτσι).Οι ψυχές των Τανάλα(Tanala)της νοτιοδυτικής Μαδαγασκάρης μετασαρκώνονται σ'έντομα και σκορπιούς κι έτσι τα πλάσματα τούτα δεν τα πειράζουν.Οι ψυχές των Βασιλιάδων των Σιλλούκ[Schilluks]του Λευκού Νείλου παίρνουν και τη μορφή ενός εντόμου.Όταν έτσι,κανένας τους βρει,τέτοιο έντομο,το φέρνει ευλαβικά στο ιερό,θαρρώντας το ψυχή του βασιλιά του.Είδαμε πως για τους Τλασκαλάν[Tlaxcallans]του Μεξικού οι ψυχές των απλών ανθρώπων περνούν σε ζουζούνια...[...]


...Θα ξαναγυρίσω όπως η Περσεφόνη σε μιαν άγνωστη εποχή
καθώς ασθενείς και οδοιπόροι
στις πόρτες μαζεμένοι θα φωνάζουν
Σώσε μας από τα δαιμόνια του Φρόυντ.
Τότε,μην έχοντας τίποτα να κάνω
Ούτε κάτι το τρομερό να αποφύγω
[...]
θα μείνω μαζί σας,εγώ τώρα τυφλή που τα διαλυμένα
σχήματα των δέντρων δεν θ'αντικρίζω
ούτε τα χρώματα των ψαριών θα αισθάνομαι.
Γιώργος Χρονάς.